Ο δρόμος για τη διάσωση του Ολυμπιακού χαρακτήρα των Αγώνων του Tόκιο περνάει υποχρεωτικά μέσα από την προηγούμενη διαδικασία αναδρομικής αναγνώρισης, σήμερα, των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1906, σαν καθ’ όλα έγκυρων Ολυμπιακών, παρά το γεγονός ότι διεξήχθησαν εκτός σειράς.
Οι αγώνες που ξεκίνησαν στις 23 Ιουλίου με την ονομασία Τόκιο 2020 μπορεί να είναι τα κορυφαία παγκόσμια πρωταθλήματα του 2021, αλλά δεν είναι Ολυμπιακοί. Το καταστατικό της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής είναι σαφές και δεν επιδέχεται καμία άλλη ερμηνεία. Δυνατότητα αναβολής δεν προβλέπεται, παρά μόνο κατά τη διάρκεια του Ολυμπιακού έτους. Εφόσον οι Αγώνες δεν διοργανώθηκαν τότε, δηλαδή το 2020, έχουν απωλέσει το δικαίωμα να ονομάζονται Ολυμπιακοί.
Οι αθλητές οφείλουν να γνωρίζουν ότι στο μοναδικό αντίστοιχο προηγούμενο τα μετάλλια των νικητών τελικά ακυρώθηκαν εκ των υστέρων μετά από χρόνια, παρότι είχαν απονεμηθεί. Ακόμα και αν διεξαχθούν, πιθανότατα θα ακυρωθούν στο μέλλον, όπως ακριβώς συνέβη στη μοναδική αντίστοιχη περίπτωση. Εκτός και αν η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ανακαλέσει την ιστορικά λανθασμένη απόφασή της να ακυρώσει τους πιο σημαντικούς Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν ποτέ.
Το απόγευμα της 24ης Μαρτίου 2020, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, έπειτα από μαραθώνια τηλεδιάσκεψη μεταξύ του Προέδρου της Τόμας Μπαχ και του τότε Ιάπωνα Πρωθυπουργού, Σίνζο Άμπε, γνωστοποιούσε την απόφασή της να αναβάλει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της 32ης Ολυμπιάδας του Tόκυο, για το καλοκαίρι του 2021.
“Με το φάσμα της παγκόσμιας επιδημιολογικής απειλής του SARS-CoV-2 να διαγράφεται εφιαλτικό για την ανθρωπότητα, αποφασίσθηκε από τον Προέδρο της Δ.Ο.Ε. Τόμας Μπαχ η αναβολή της διεξαγωγής των Αγώνων του Τόκιο για το καλοκαίρι του 2021. Δεν ήταν μια εύκολη απόφαση και σίγουρα δεν ήταν καθόλου απλή.“
Έναν χρόνο μετά την απόφαση της αναβολής των Αγώνων, η ίδια η αιτία της, η πανδημία του SARS-CoV-2 εξακολουθεί να επισείει τους κινδύνους της, ιδίως απέναντι σ’ ένα γεγονός τόσο μαζικό όσο οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Υπό το φάσμα της πανδημίας, η μεγάλη γιορτή του Τόκιο, θα δείχνει και θα είναι, σίγουρα, διαφορετική από κάθε άλλη, προηγούμενη. Καθαυτή η απόφαση της αναβολής των Αγώνων ήταν ιστορική, αφού παρόμοια αναβλητική απόφαση δεν έχει προηγούμενο στα χρονικά του θεσμού. Μόνο που η πρωτοτυπία αυτή, είναι η αιτία να δημιουργηθούν σύνθετα προβλήματα που θέτουν σε κίνδυνο το κύρος, συνολικά, της διοργάνωσης. Το πλέγμα των δεσμευτικών διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη του Ολυμπιακού Κινήματος, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης της επίμαχης αναβλητικής απόφασης, δεν άφηνε στην πραγματικότητα κανένα απολύτως περιθώριο για μετάθεση του διαστήματος διεξαγωγής των Αγώνων πέραν του ρητά προβλεπόμενου σε αυτές Ολυμπιακού έτους, εντός δηλαδή του 2020.
Με το φάσμα της παγκόσμιας επιδημιολογικής απειλής του SARS-CoV-2 να διαγράφεται εφιαλτικό για την ανθρωπότητα, αποφασίσθηκε από τον Προέδρο της Δ.Ο.Ε. Τόμας Μπαχ η αναβολή της διεξαγωγής των Αγώνων του Τόκιο για το καλοκαίρι του 2021. Δεν ήταν μια εύκολη απόφαση και σίγουρα δεν ήταν καθόλου απλή. Αυτό άλλωστε υπογράμμιζε το πολύπειρο μέλος της Δ.Ο.Ε. Ντικ Πάουντ, όταν, τέσσερις μόλις εβδομάδες πριν, σε ερώτηση σχετικά με το ενδεχόμενο αναβολής των Αγώνων, δήλωνε : «Δεν αναβάλλεται έτσι απλά μια διοργάνωση με το τεράστιο μέγεθος των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι τόσα πολλά τα επιμέρους ζητήματα, τόσες πολλές οι χώρες που συμμετέχουν, τόσο δεσμευτικό το πρόγραμμα των υπόλοιπων διοργανώσεων και των τηλεοπτικών περιόδων, ώστε δεν μπορείς απλά να πεις “ας το κάνουμε τον Οκτώβριο”», συνοψίζοντας τα κυριότερα από τα αμέτρητα σύνθετα προβλήματα που θα προκαλούσε η αναβολή των Αγώνων του Τόκιο. Δεν είναι τυχαίο ότι ανέφερε, βέβαια, τον Οκτώβριο και όχι το επόμενο έτος.
Όμως, η κοινή βούληση των ενδιαφερομένων πλευρών για τη διάσωση των Αγώνων ήταν δεδομένη και μάλιστα ισχυρή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποκλειστεί σχεδόν αυτόματα η πιθανότητα της ματαίωσης και, με πνεύμα κατανόησης των συνθηκών και καλής πίστης, οι προσπάθειες να στραφούν πλέον στη λύση της αναβολής. Ως προς την σκοπιμότητα, επομένως, της επίμαχης αναβλητικής απόφασης του Μαρτίου 2020, δεν γεννώνται ζητήματα. Όταν όμως ο έλεγχος προσανατολιστεί στην πλευρά της νομιμότητας της απόφασης αυτής, τα προβλήματα που προκύπτουν είναι αδιέξοδα.
Η συνομολόγηση ανά την υφήλιο του κοινού πανδημικού κινδύνου, ιδίως κατά τον χρόνο που αυτή λήφθηκε, την έκανε να δείχνει τόσο αυτονόητη, τόσο μονόδρομα επιβεβλημένη από τις παριστάσεις, ώστε να μην απομένει περιθώριο προκειμένου να εγερθούν ερωτήματα σχετικά με τη νομιμότητά της. Όμως η Δ.Ο.Ε., αναβάλλοντας τους Αγώνες του Τόκιο παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του Ολυμπιακού Χάρτη, καθιστώντας έτσι άκυρη όλη τη διοργάνωση, αναιρώντας η ίδια, με τις αποφάσεις της, τον Ολυμπιακό χαρακτήρα του παγκόσμιου αυτού αθλητικού γεγονότος.
«Πέσε κάτω επτά φορές, μα σήκω πάνω οκτώ», προστάζει η αρχαία Ιαπωνική παροιμία και, ίσως να μην απαντάται στον κόσμο λαός τόσο επίμονος, τόσο αποφασιστικός, όσο αυτός της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτού του λαού ήταν αντίθετη στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων φέτος το καλοκαίρι, σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε λιγότερες από 10 εβδομάδες πριν από την έναρξή τους.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 43% των ερωτηθέντων επιθυμούσε την ακύρωση των Αγώνων και το 40% την αναβολή τους ξανά. Οι αριθμοί αυτοί παρουσίασαν άνοδο σε σχέση με δημοσκόπηση που πραγματοποίησε η ίδια εφημερίδα πριν ένα μήνα και η οποία είχε δείξει ότι το 35% επιθυμούσε την ακύρωση των Ολυμπιακών Αγώνων και το 34% την αναβολή τους.
Σε άλλη δημοσκόπηση του πρακτορείου ειδήσεων Kyodo, που δημοσιεύθηκε την Κυριακή 16 Μαΐου, το 60% των ερωτηθέντων τασσόταν υπέρ της ακύρωσης των Αγώνων. Ποια θα ήταν η άποψη των Ιαπώνων εάν, επιπλέον του κινδύνου εξάπλωσης του ιού, γνώριζαν ότι οι Αγώνες αυτοί ενδέχεται να καταγραφούν τελικά στην ιστορία ως άλλη μία διεθνής αθλητική διοργάνωση και όχι ως Ολυμπιακοί;
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ – H διοργανωση Ολυμπιακων Αγωνων το 2021 είναι ακυρη
Το κατά πόσον οι Αγώνες του Τόκιο νομιμοποιούνται, από την αναβολή τους και κατόπιν, να φέρουν τον τίτλο «Ολυμπιακοί», δεν το καθορίζει κανείς άλλος, παρά μόνον οι διατάξεις του Ολυμπιακού Καταστατικού Χάρτη της Δ.Ο.Ε. Ο Ολυμπιακός Χάρτης αποτελεί κύρια πηγή του διεθνούς αθλητικού δικαίου, καθορίζοντας διεξοδικά, με δομή συνταγματικού κειμένου και με κανόνες δεσμευτικούς, τις θεμελιώδεις αρχές, το κανονιστικό, αγωνιστικό και αθλητικό πλαίσιο της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς και αυτό της λειτουργίας και των αρμοδιοτήτων των οργάνων της Δ.Ο.Ε. Η νομιμότητα, επομένως, κάθε απόφασης και πράξης της Δ.Ο.Ε. ελέγχεται πάντοτε υπό το πρίσμα των διατάξεων του εκάστοτε ισχύοντος Ολυμπιακού Χάρτη.
Κατά τη σαφή διάταξη του άρθρου 6 (Κεφ. 1) του Ολυμπιακού Χάρτη, όπως πάγια ισχύει, «Ολυμπιάδα είναι μια χρονική περίοδος τεσσάρων συναπτών ετών, που άρχεται την 1η Ιανουαρίου του πρώτου έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του τελευταίου έτους». Ακολούθως, σύμφωνα με την επίσης ρητή διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 (Κεφ. 5 «Εορτασμόςτων Ολυμπιακών Αγώνων») «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εορτάζονται κατά την διάρκεια του πρώτου έτους κάθε Ολυμπιάδας, ενώ οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους».
Ο κανόνας αυτός, της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων κατά το πρώτο έτος της τετραετούς περιόδου κάθε Ολυμπιάδας (ξεκινώντας την μέτρηση από το έτος 1896), είναι θεμελιώδης και απαρέγκλιτος. Συνδέεται στενά με τη βούληση διεξαγωγής των σύγχρονων κατά το πρότυπο των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, σε αναβίωσή τους. Kαθώς, οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο τρόπος μέτρησης του χρόνου. Και ο χρόνος δεν είναι δυνατόν να αναβληθεί.
Ακριβώς λόγω του αποκλειστικού κανόνα της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων κατά το πρώτο έτος κάθε Ολυμπιάδας ουδέποτε στο παρελθόν, καθ’ όλη τη μακρά ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, τέθηκε ζήτημα αναβολής κάποιων, για οποιονδήποτε λόγο, ακόμη και σε περιπτώσεις προφανούς ανωτέρας βίας. Εφόσον λόγοι σοβαροί εμπόδιζαν την έγκαιρη διεξαγωγή των αγώνων, τότε αυτοί ματαιώνονταν και η πόλη που είχε αναλάβει την διοργάνωσή τους έχανε, ταυτόχρονα, την ιδιότητα της διοργανώτριας, δίχως να νοείται μετάθεση του σχετικού δικαιώματος στο μέλλον.
Τρεις είναι, ιστορικά, οι περιπτώσεις ματαιώσεως Ολυμπιακών Αγώνων και συγκεκριμένα αυτοί που επρόκειτο να διεξαχθούν κατά τα έτη 1916, 1940 και 1944, με τις χρονολογίες να μαρτυρούν τις τραγικές ιστορικές αιτίες της ματαίωσης, δηλαδή της συγκυρίας των Παγκοσμίων Πολέμων, Πρώτου και Δεύτερου, οι οποίοι μαίνονταν στους αντίστοιχους κρίσιμους χρόνους. Σε καμία από τις τρεις αυτές περιπτώσεις δεν συζητήθηκε καν το ενδεχόμενο αναβολής της διοργάνωσης σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο. Οι ματαιώσεις επήλθαν αυτοδίκαια, ακριβώς σαν συνέπεια της αδυναμίας διεξαγωγής των Αγώνων στον τακτό, προβλεπόμενο στις οικείες διατάξεις του Ολυμπιακού Χάρτη, χρόνο.
ΑΘΗΝΑ 1906 – Οι σημαντικοτεροι Aγωνες στην ιστορια του θεσμου!
Η περίπτωση των Αγώνων του Τόκιο αποτελεί τη μοναδική περίπτωση αναβολής Ολυμπιακών Αγώνων, σε ολόκληρη την ιστορία του θεσμού. Εν τούτοις –και εδώ ακριβώς έγκειται το ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον της υπόθεσης– oι αγώνες του Τόκιο δεν είναι η μοναδική περίπτωση διοργάνωσης που διεξήχθη εκτός σειράς, αφού πράγματι υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, ένα και μοναδικό. Αυτό των Ολυμπιακών Αγώνων του 1906, που διεξήχθησαν στην Αθήνα, ανάμεσα στους Αγώνες των ετών 1904 και 1908, αντίστοιχα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1906 συνοδεύονται μέχρι τις μέρες μας από τη φήμη της αρτιότερης και επιτυχέστερης διοργάνωσης της εποχής τους, ενώ η κρατούσα ιστορική άποψη θεωρεί ότι ο θεσμός των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων ίσως να μην είχε καν επιβιώσει, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι αθηναϊκοί Αγώνες του 1906. Παρά την κεφαλαιώδη σημασία τους στην ιστορία του θεσμού, μια «ομίχλη», δυστυχώς, περιβάλλει αυτούς τους Αγώνες, με τη Δ.Ο.Ε. να μην τους αναγνωρίζει σήμερα ως επίσημους Ολυμπιακούς.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του 1906 θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με το «φιλί της ζωής» στον νεότευκτο –και όμως, ήδη απειλούμενο- θεσμό των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Οι ιστορικοί των Ολυμπιακών Αγώνων, στο σύνολό τους, συμφωνούν ότι οι συγκεκριμένοι Αγώνες, με την οργανωτική τους επιτυχία, με το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού και του τύπου της εποχής στραμμένο πάνω τους, με τον έντονο διεθνή χαρακτήρα τους, περιέσωσαν το τραυματισμένο κύρος του θεσμού και εξασφάλισαν τη συνέχειά του. Αυτό, κυρίως, επειδή οι δύο αθλητικές διοργανώσεις που προηγήθηκαν, τόσο η διοργάνωση των Παρισίων (1900) όσο και αυτή του Σαιντ Λούις (1904) απείχαν αρκετά από το πρότυπο του αναβιώσαντος Ολυμπιακού Ιδεώδους, γεγονός που προξένησε γενική απογοήτευση και προβληματισμό σχετικά με το μέλλον των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Το αίτημα του Βασιλέως Γεωργίου Α΄, ήδη από την εποχή της τέλεσης των πρώτων διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων, για μόνιμη διεξαγωγή τους στην Ελλάδα, αποδεικνυόταν στην πράξη πιο επίκαιρο από ποτέ, ενώ τύγχανε ισχυρής υποστήριξης από εγχώριες και ξένες προσωπικότητες, με την αμερικανική ιδίως, αλλά και τη γερμανική πλευρά να το υποστηρίζει ένθερμα.
Η ιδέα της εναλλάξ τέλεσης των Αγώνων, περιοδικά ανά τετραετία, σε κάποια ξένη πρωτεύουσα, μόνιμα δε στην Αθήνα, επίσης ανά τετραετία, στον ενδιάμεσο όμως μεταξύ δύο Αγώνων σε άλλη πόλη χρόνο, είχε ήδη γεννηθεί και αποτελούσε αντικείμενο συνομιλιών κατ’ εκείνον τον χρόνο, χαρακτηριστικό είναι μάλιστα σχετικό δημοσίευμα των Τάϊμς της εποχής («Η ιδανική λύση θα ήταν να διεξάγονται οι Αγώνες εναλλάξ ανά διετία, στην Αθήνα και σε μια μεγάλη Ευρωπαϊκή ή Αμερικανική πόλη» “TheTimes”, 16 Απριλίου 1896).
Κατά το διάστημα αυτό, δεν είχε συνταχθεί καν Ολυμπιακός Χάρτης (κάτι που συνέβη μόλις το 1908), με τον έγγραφο κανόνα της διεξαγωγής των Αγώνων κατά το πρώτο έτος της τετραετούς περιόδου κάθε Ολυμπιάδας να θεσπίζεται για πρώτη φορά σε ακόμη απώτερο χρόνο (1921). Επομένως, κατά την περίοδο στην οποίαν ανατρέχουμε (1896-1906), η τυχόν μετουσίωση σε πράξη της ιδέας διεξαγωγής Ολυμπιακών Αγώνων ανά διετία κανέναν γραπτό κανόνα δεν παραβίαζε και, ως εκ τούτου, ήταν νοητή και επιτρεπτή η διαλεκτική πάνω στο θέμα.
Στο νόμιμο αυτό πλαίσιο, τον Μάϊο του 1896 ο πρώτος Προέδρος (και στη συνέχεια μέλος) της Δ.Ο.Ε. Δημήτριος Βικέλας υπέβαλε προς την Επιτροπή έγγραφη πρόταση περί μόνιμης τέλεσης Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, ανά τετραετία, ενδιάμεσα σε κάθε διοργάνωση που θα διεξαγόταν σε άλλη πόλη. Κατ’ εκείνο τον χρόνο, ο Πρόεδρος της Δ.Ο.Ε. Πιερ ντε Κουμπερτέν θεώρησε το αίτημα πρόωρο και δεν το εισήγαγε στην ημερήσια διάταξη ενώπιον της Συνόδου της Χάβρης (1897).
Η ελληνική πρόταση είχε διαρκώς τους υποστηρικτές της στους κόλπους της Δ.Ο.Ε. κι έτσι, αργότερα, στο Συνέδριο των Παρισίων του 1901, τρία μέλη της Δ.Ο.Ε. έθεσαν και πάλι προς συζήτηση το ίδιο θέμα. Aπό δημοσίευμα του Ενημερωτικού Δελτίου της Δ.Ο.Ε. («Revue Olympique», Μαρτίου 1901) προκύπτει ότι η πρόταση συζητήθηκε και εγκρίθηκε στο Συνέδριο των Παρισίων, ενώ ο ίδιος ο Κουμπερτέν στο έργο του «Ένας Αγώνας Εικοσιενός Ετών» (1909) αναφέρεται στην ίδια αυτή απόφαση για τη διεξαγωγή «Πρόσθετων» Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, το 1906.
Τέλος, προκύπτει σαφώς ότι η απόφαση αυτή επικυρώθηκε στη Σύνοδο της Δ.Ο.Ε. στις Βρυξέλλες, το 1905 (Μuller “OneHundredYearsofOlympicCongress” 1994, Coubertin “OlympicMemoirs”, 1932), όπως προκύπτει δε από τα πρακτικά της 8ης Συνόδου της Δ.Ο.Ε., των Βρυξελλών του 1905 (Ιστορικό Αρχείο της Δ.Ο.Ε. ) η διεξαγωγή των Αγώνων της Αθήνας αποφασίστηκε ακριβώς υπό την επίσημη ονομασία τους, δηλαδή «Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, 1906», μην αφήνοντας έτσι, έκτοτε, το παραμικρό περιθώριο για αμφισβήτηση του γνήσιου και επίσημου Ολυμπιακού χαρακτήρα τους.
Η απόφαση, επομένως, της Δ.Ο.Ε. περί διεξαγωγής Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα κατά το έτος 1906 λήφθηκε κατά πλειοψηφία, μέσω της προβλεπόμενης διαδικασίας και από το καθ’ ύλην αρμόδιο Όργανο (Σύνοδο της Δ.Ο.Ε.), παρόντος του Προέδρου Πιερ ντε Κουμπερτέν, ο οποίος, παρά την προσωπική του αντίθεση στην ιδέα, συνολικά, της διεξαγωγής ενδιάμεσων Ολυμπιακών Αγώνων, εντούτοις δεν άσκησε στην κρίσιμη Σύνοδο το προεδρικό του δικαίωμα της αρνησικυρίας κατά της απόφασης αυτής. Τα ντοκουμέντα της εποχής αλλά και εμπεριστατωμένες έρευνες, στα νεότερα χρόνια, των ιστορικών Young (1988), Lennartz (2002) και Findling (2004), επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η Δ.Ο.Ε. είχε επίσημα εγκρίνει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1906, ώστε αυτό πλέον να μην μπορεί να αμφισβητηθεί.
Αυτή είναι και η κρατούσα άποψη, ότι οι αθηναϊκοί Αγώνες του 1906 ήταν καθ’ όλα έγκυροι Ολυμπιακοί και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αναγνωρίζονται ως τέτοιοι από την Δ.Ο.Ε., όχι μόνον επειδή η απόφαση για τη διεξαγωγή τους λήφθηκε νόμιμα από την ίδια, αλλά επιπρόσθετα διότι καθαυτή η διεξαγωγή τους έλαβε χώρα υπό την αιγίδα και εποπτεία της Δ.Ο.Ε. (με χαρακτηριστικό, μάλιστα, το γεγονός ότι δέκα μέλη της Επιτροπής βρίσκονταν στις κερκίδες του Σταδίου, ανάμεσα στους θεατές).
Έφεραν, επομένως, οι Αγώνες του 1906 όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα και τυπικά στοιχεία καθ’ όλα έγκυρων Ολυμπιακών Αγώνων, απόλυτα ισότιμων προς κάθε άλλη Ολυμπιακή διοργάνωση, ιστορικά δε ήταν μεγαλύτερης σημασίας και σπουδαιότητας από τα δύο προηγούμενα, οπωσδήποτε, αθλητικά γεγονότα. Ήταν πράγματι -αλλά και θεωρούνταν, αναντίρρητα – επίσημοι Ολυμπιακοί Αγώνες κατά τον χρόνο της διεξαγωγής τους (1906) και κατόπιν, τουλάχιστον έως ένα χρονικό σημείο.
Η σκληρή προσπάθεια, οι θυσίες των αθλητών και ενός ολόκληρου έθνους, ώστε να διοργανωθεί ένα αθλητικό γεγονός παγκόσμιας απήχησης, θα πρέπει πλέον να αναγνωριστούν ρητά και επισήμως από τη Δ.Ο.Ε. Οι τίτλοι μιας έγκυρης και επίσημης Ολυμπιακής διοργάνωσης, ιδίως όταν έχουν νόμιμα διεκδικηθεί, κατακτηθεί και απονεμηθεί, δεν μπορεί στη συνέχεια να αφαιρούνται, αυθαίρετα και κατά το δοκούν. Είναι δίκαιο και εύλογο να επιβραβευτεί η υπερπροσπάθεια των 903 αθλητών από 20 χώρες, που συμμετείχαν στα 74 αγωνίσματα των Αγώνων του 1906, με την αναγνώριση και παραδοχή -έστω και τώρα- μιας μεγάλης αλήθειας, ότι οι δάφνες της συμμετοχής στους Αγώνες του 1906, για νικητές και ηττημένους, ήταν δάφνες Ολυμπιακές και τίποτε λιγότερο, όπως γνήσια Ολυμπιακά ήταν και τα μετάλλια που κατέκτησαν οι κορυφαίοι σε κάθε άθλημα.
Η σύγχρονη συγκυρία ανοίγει το δρόμο προς την αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας. Έφθασε η στιγμή να ανακτήσουν, επιτέλους, οι Αγώνες του 1906 -οι σημαντικότεροι Ολυμπιακοί της εποχής τους- το Ολυμπιακό τους κύρος. Να αναγνωριστούν από τη Δ.Ο.Ε. ρητά, επίσημα και πανηγυρικά, δίχως υπεκφυγές και επιφυλάξεις, ώστε να αναγραφούν στην επίσημη Ολυμπιακή ιστορία σαν αυτό ακριβώς που ήσαν πραγματικά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του έτους 1906.
Διοργανωσεις 1900 και 1904 – Ο ευτελισμος του Ολυμπιακου ιδεωδους και το HumanZoo
Η κατάφωρη ιστορική αδικία λόγω της μη επίσημης αναγνώρισης των κατεξοχήν Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1906, αναδεικνύεται εντονότερη εξαιτίας της παράλληλης κατακύρωσης από τη Δ.Ο.Ε. ως Ολυμπιακών Αγώνων των διοργανώσεων του 1900 στο Παρίσι, καθώς και του 1904 στο Σεντ Λούις των Η.Π.Α., παρά το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα οι αγώνες αυτοί, τόσο από πλευράς σχεδιασμού, διοργάνωσης, συνθηκών διεξαγωγής, όσο και φιλοσοφίας των διοργανωτών και των συμμετεχόντων κάθε άλλο παρά γνήσιοι Ολυμπιακοί μπορούν να χαρακτηριστούν.
Αποδεικνύεται ιστορικά ότι οι αθλητικές διοργανώσεις του 1900 και του 1904 απείχαν μακράν του Ολυμπιακού Ιδεώδους, των θεμελιωδών διακηρύξεων και του πνεύματος του Ολυμπισμού, η αναβίωση του οποίου ήταν πρωταρχικός και αποκλειστικός σκοπός των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Επρόκειτο, επομένως, για γεγονότα που πραγματοποιήθηκαν ευκαιριακά και πρόχειρα, ως δευτερεύουσας σημασίας εκδηλώσεις στα πλαίσια της πολύμηνης διάρκειας Παγκόσμιων Εκθέσεων εμπορικού χαρακτήρα, με περιεχόμενο και προσανατολισμό τελείως άσχετο με το Ολυμπιακό πνεύμα. Περισσότερο υπέσκαψαν, παρά υποστήριξαν τον θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων, ο οποίος έτσι κινδύνευσε σοβαρά με αφανισμό σύντομα μετά τη γέννησή του. Υπ’ αυτήν τη σκοπιά, μάλιστα, υποστηρίζεται βάσιμα από ιστορικούς των Αγώνων η εκδοχή ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του 1906 προέκυψαν ιδίως σαν αναγκαιότητα διάσωσης και συνέχισης του θεσμού μπροστά σε μία κατάσταση ανωτέρας βίας, που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας ακριβώς της τραγικής αποτυχίας των δύο προηγούμενων διοργανώσεων.
Ειδικότερα, οι Αγώνες του 1900 δεν ήταν πολύ περισσότερο από ένα απλό προσάρτημα της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1900 στο Παρίσι («Universelle» του 1900, γνωστότερης ως «Paris Exposition»), αφιερωμένης στην παρουσίαση των τεχνολογικών επιτευγμάτων του περασμένου αιώνα. Ο ίδιος μάλιστα ο διευθυντής της Έκθεσης, Alfred Picard, θεωρούσε εξ αρχής την ταυτόχρονη με την Έκθεση διοργάνωση του εμπνευσμένου από την κλασική αρχαιότητα αθλητικού δρώμενου ως έναν «παράλογο αναχρονισμό» και δεν υιοθέτησε ποτέ τα μεγαλεπίβολα σχέδια του ντε Κουμπερτέν για κατασκευή ειδικών αθλητικών εγκαταστάσεων που θα παρέπεμπαν στον αρχαίο χώρο της Ολυμπίας.
Οι συγκεκριμένοι αγώνες δεν πραγματοποιήθηκαν καν υπό την αιγίδα της Δ.Ο.Ε. Ήδη, από τον Νοέμβριο του 1898, η «Ένωση Γαλλικών Αθλητικών Σωματείων» (USFSA) ανακοίνωσε ότι ανήκε στην ίδια η εποπτεία κάθε αθλητικής δραστηριότητας που θα λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της Έκθεσης. Ο ντε Κουμπερτέν υποχρεώθηκε να αποσύρει άδοξα τη Δ.Ο.Ε. απ’ οποιονδήποτε ρόλο στη διοργάνωση των αγώνων του 1900 και ο έλεγχος περιήλθε αποκλειστικά στα χέρια κάποιας επιτροπής τελείως άσχετης με το Ολυμπιακό κίνημα. Στο πρόγραμμα των αθλητικών εκδηλώσεων συμπεριελήφθησαν έως και αγώνες παντελώς άσχετοι με την ιστορία του θεσμού, ενδεικτικά να αναφέρουμε τους αγώνες ταχύτητας μηχανοκίνητων οχημάτων και αερόστατων, τα βελάκια και αλλά παιχνίδια που δεν συνάδουν με τα ολυμπιακά αγωνίσματα.
Μια τέτοια γραφική πανήγυρις δεν δικαιούτο, με αντικειμενικά κριτήρια, να φέρει τον τίτλο των Ολυμπιακών Αγώνων, ούτε άλλωστε τον έφερε, τουλάχιστον κατά τον χρόνο της διεξαγωγής της, αφού τότε προτιμήθηκε ο όρος “Διεθνείς Σωματικές Ασκήσεις και Αθλητισμός” για να περιγράψει το σύνολο των επιδείξεων των Παρισίων του 1900. Ούτε και ο Τύπος, εξάλλου, μνημόνευε τους συγκεκριμένους αγώνες ως Ολυμπιακούς, αλλά ως “Διεθνή Πρωταθλήματα”, “Διεθνή Παιχνίδια”, “Παρισινά Πρωταθλήματα”, “Παγκόσμια Πρωταθλήματα” και “Γκραν Πρι της Έκθεσης του Παρισιού”.
Δημιουργήθηκε σύγχυση σχετικά με τα προγράμματα, με αποτέλεσμα να παρίστανται ελάχιστοι θεατές και δημοσιογράφοι, ενώ οι ίδιοι οι αθλητές συνηθέστατα δεν είχαν καν συναίσθηση ότι συμμετείχαν σε «Ολυμπιακούς Αγώνες». Οι περισσότεροι από τους νικητές του 1900 δεν έλαβαν Ολυμπιακά μετάλλια, αλλά τους δόθηκαν κύπελλα, τρόπαια ή ακόμη και χρηματικά έπαθλα. Στις περιπτώσεις δε που απονεμήθηκαν μετάλλια ή διπλώματα, δεν υπήρχε -ορθά- σ’ αυτά η παραμικρή μνεία περί συμμετοχής σε «Ολυμπιακούς Αγώνες του 1900», παρά πιστοποιείτο ακριβώς η διάκριση στα πλαίσια του θεσμού της Παγκόσμιας Έκθεσης.
Οι Παρισινές γραφικότητες του 1900 οδήγησαν τον ίδιο τον Κουμπερτέν να σχολιάσει αργότερα στον κύκλο του: “Είναι θαύμα που το Ολυμπιακό Κίνημα επέζησε αυτής της γιορτής“.
Εξίσου δευτερεύοντα ρόλο είχαν και οι αγώνες του 1904 στο Σεντ Λούις, οι οποίοι αποτέλεσαν δευτερεύουσα εκδήλωση στα πλαίσια της μεγάλης Εμπορικής Έκθεσης της Λουιζιάνας. Όπως και οι Παρισινοί, τέσσερα χρόνια πριν, όμοια και οι αγώνες του 1904 κάθε άλλο παρά Ολυμπιακοί ήταν. Αφενός δεν είχαν διεθνή χαρακτήρα, αφού τα περισσότερα ευρωπαϊκά έθνη, λόγω απόστασης και κόστους, δεν συμμετείχαν καν, με λογική συνέπεια τα συνολικά αποτελέσματα να κλίνουν μονόπλευρα υπέρ των Αμερικανών.
Οι διοργανώτριες Η.Π.Α. δέχτηκαν κριτική για την αποδοχή της συμμετοχής, υπό την Αμερικανική σημαία, πολλών Ευρωπαίων μεταναστών που δεν ήταν ακόμη Αμερικανοί πολίτες –χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το 2012 η Νορβηγία ζητούσε από τη Δ.Ο.Ε. να διορθώσει επίσημα σε Νορβηγική -από Αμερικανική- την εθνικότητα δύο παλαιστών της, που κατέκτησαν χρυσά μετάλλια το 1904. Αφετέρου, οι Αμερικανικοί αγώνες δεν είχαν Ολυμπιακό χαρακτήρα, αφού εντάχθηκαν σε ένα ευρύ αθλητικό πρόγραμμα πολλαπλών δραστηριοτήτων (συμπεριλαμβανομένου ενός αθλητικού καρναβαλιού και ενός ιρλανδικού φεστιβάλ), γεγονότα που δημιούργησαν σύγχυση σχετικά με το ποια αθλήματα ήταν επίσημα Ολυμπιακά γεγονότα και ποια όχι. Και σε αυτή τη διοργάνωση, στα διπλώματα και βραβεία που απονεμήθηκαν στους νικητές δεν αναγραφόταν ο όρος «3οι Ολυμπιακοί Αγώνες», παρά αγώνες στα πλαίσια της Εμπορικής Έκθεσης του Σεντ Λούις.
Ένα ακόμα ενδεικτικό στοιχείο του πόσο απείχαν οι εκδηλώσεις του 1904 από το πνεύμα και τη φιλοσοφία των Ολυμπιακών αγώνων στοιχείο είναι και το γεγονός ότι σε αυτούς συμπεριελήφθη και ένας δευτερεύων διαγωνισμός για φυλές ανθρώπων του Τρίτου Κόσμου, ένα μελανό συμβάν, γνωστό ως «Ανθρωπολογικές Ημέρες», περισσότερο γνωστό ως «Human Zoo».
Ως μέρος του διήμερου διαγωνισμού, οι τότε λεγόμενες «μη πολιτισμένες φυλές» στρατολογήθηκαν ως «ατραξιόν» από τα «εκθέματα» του ντροπιαστικού «Ανθρώπινου Ζωολογικού Κήπου» της Παγκόσμιας Έκθεσης, δηλαδή από ανθρώπους ανήκοντες σε εξωτικές φυλές, που ενθαρρύνθηκαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στα αγωνίσματα. Η εκδήλωση ήταν εντελώς αποτυχημένη, οι συμμετέχοντες δεν έλαβαν σχεδόν καθόλου οδηγίες και οι περισσότεροι είχαν χαμηλή απόδοση. Από την πλευρά του, ο ίδιος ο Ντε Κουμπερτέν χαρακτήρισε τις «Ανθρωπολογικές Ημέρες» ως «εξωφρενική φάρσα» ενώ, αργότερα, σχολιάζοντας τους Αγώνες του 1904 έγραψε: «Είχα την αίσθηση ότι η Ολυμπιάδα θα συμβαδίζει με τη μετριότητα αυτής της πόλης».
Με αυτά τα δεδομένα, έναν χρόνο κατόπιν, to 1905, στη Σύνοδο της Δ.Ο.Ε. στις Βρυξέλλες, κατανοώντας πρώτος ο ίδιος τον κίνδυνο που πλέον διάτρεχε ο θεσμός, θα συμμετείχε ως Πρόεδρος στη λήψη της ιστορικής απόφασης για την ανάθεση των επόμενων Ολυμπιακών Αγώνων, το 1906, στην Αθήνα. Τη μόνη πρωτεύουσα της εποχής που διέθετε ένα πραγματικό Στάδιο, όπως το Καλλιμάρμαρο, την πόλη που είχε την οργανωτική εμπειρία, την τεχνογνωσία και άλλωστε είχε ήδη αποδείξει, εννιά χρόνια πριν, την ικανότητά της να διοργανώσει με απόλυτη επιτυχία γνήσιους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο ντε Κουμπερτέν τους οραματιζόταν. Ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, η σοφότερη απόφαση που λήφθηκε στην ιστορία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
ΑΘΗΝΑ 1906 – Οι Ολυμπιακοι ακυρωθηκαν εκ των υστερων
Το έγκυρο «Ιστορικό Λεξικό του Ολυμπιακού Κινήματος» (Μallon & Heijmans, Scarecrow, 4η έκδ. 2011) λημματογραφεί τους «Ενδιάμεσους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας», σαν «μη αναγνωριζόμενους πλέον από τη Δ.Ο.Ε., ως επίσημους Ολυμπιακούς Αγώνες». Είναι μια ψυχρή, τηλεγραφική, μα ακριβής περιγραφή της εδώ και δεκαετίες παράδοξης στάσης της Δ.Ο.Ε. απέναντι, ειδικά, στους Ολυμπιακούς -όπως ορθά αναφέρονται στο σύγχρονο αυτό Λεξικό- του 1906. Αυτό, όντως, συμβαίνει με τους συγκεκριμένους Αγώνες, να είναι όντως καθ’ όλα έγκυροι Ολυμπιακοί, αλλά να μην αναγνωρίζονται –πλέον!- από τη Δ.Ο.Ε.
Και όμως, η υπόθεση των Αγώνων του 1906 είχε ξεκινήσει τελείως διαφορετικά. Ποτέ και από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε ο Ολυμπιακός χαρακτήρας τους. Θα ήταν, άλλωστε, παράλογο να συμβεί κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι η διενέργειά τους αποφασίστηκε νόμιμα από την Δ.Ο.Ε. και η διεξαγωγή τους τελούσε υπό την αιγίδα και εποπτεία της, με την παρουσία αρκετών μελών της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στις κερκίδες του Καλλιμάρμαρου.
Για την oικουμένη, οι Αγώνες αυτοί ήταν ξεκάθαρα Ολυμπιακοί. Για τη φίλαθλη κοινή γνώμη, για τον τύπο, για πολλές ξένες προσωπικότητες της εποχής που συνέρρευσαν στην ελληνική πρωτεύουσα, μετατρέποντας την Αθήνα σε «μικρά υφήλιο». Για το βασιλικό ζεύγος της Μ. Βρετανίας και άλλα μέλη της ίδιας βασιλικής οικογένειας, που πραγματοποίησαν το ταξίδι ως την Ελλάδα, ώστε να παρακολουθήσουν τους Αγώνες -ιδίως μάλιστα αγωνιζόμενη την πρώτη στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων οργανωμένη Βρετανική αποστολή- δίπλα στον Έλληνα Γεώργιο Α΄ και τον διάδοχό του, Κωνσταντίνο Α΄, που μάλιστα ήταν ο επικεφαλής της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (Ε.Ο.Α.).
Για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Θεόδωρο Ρούζβελτ, που είχε τεθεί ο ίδιος επικεφαλής της Αμερικανικής Οργανωτικής Επιτροπής και ασχολήθηκε προσωπικά με τα θέματα της αποστολής της χώρας του. Και βέβαια, για τις αρκετές δεκάδες χιλιάδες των απλών ανθρώπων στις κερκίδες του Σταδίου, το σπουδαίο αθλητικό δρώμενο που προσήλθαν να παρακολουθήσουν, το σπουδαιότερο της εποχής του, ήταν οι Αγώνες του 1906 ήταν Ολυμπιακοί και τίποτε λιγότερο.
Κανείς από τους παραπάνω δεν τελούσε σε πλάνη. Το αθλητικό θέαμα που παρακολουθούσαν στο ανακαινισμένο Παναθηναϊκό Στάδιο εν έτει 1906 ήταν όντως οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας.
Στα Ενημερωτικά Δελτία της Δ.Ο.Ε. (“I.O.C. Bulletin”) της περιόδου, η διοργάνωση αναφέρεται ρητά ως «Ολυμπιακοί Αγώνες». Για όλα, ανεξαιρέτως, τα μέσα ενημέρωσης, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής οι Αγώνες που διεξάγονταν στην Αθήνα του 1906 δεν ήταν τίποτε άλλο από «Ολυμπιακοί Αγώνες», όχι «Μεσολυμπιακοί», ούτε «Ενδιάμεσοι». Σε όλο το έντυπο προωθητικό υλικό που τυπώθηκε και διανεμήθηκε με μέριμνα της Οργανωτικής Επιτροπής των Αγώνων, ομοίως οι Αγώνες αναγράφονταν ως «Ολυμπιακοί». Στα λευκώματα της εποχής, στις ιστορικές εκδόσεις. Στις σειρές των γραμματοσήμων και στις φιλοτελικές βινιέτες που εκδόθηκαν επ’ ευκαιρία των Αγώνων. Στα προγράμματα των Αγώνων, στα δελτία αθλητικών αποτελεσμάτων της διοργάνωσης. Και, φυσικά, στα μετάλλια και στους επαίνους που απονεμήθηκαν σε νικητές και συμμετέχοντες αθλητές κάθε αγωνίσματος, στα οποία αναγραφόταν ο τίτλος, ο τόπος και η χρονολογία της διοργάνωσης, «Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες Αθήνησι 1906».
Στις 2 Μαϊου 1906, κατά την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο λόρδος Desborough, επικεφαλής της Βρετανικής Ολυμπιακής Επιτροπής, σημαιοφόρος της Βρετανικής αποστολής στη διοργάνωση και μάλιστα αργυρός Ολυμπιονίκης ο ίδιος, λίγες ημέρες πριν, στο αγώνισμα της ξιφασκίας, προσφώνησε τον Γενικό Γραμματέα της Ε.Ο.Α. Σπυρίδωνα Λάμπρο ως εξής : «Η ανάμνηση της μεγάλης Ολυμπιακής Γιορτής που με τόση επιτυχία ολοκληρώθηκε στην όμορφη και ιστορική σας πόλη, θα διατηρείται για πάντα, σαν μια από τις πιο ένδοξες και ευτυχείς κατακτήσεις σας».
Η σταδιακή σιωπηρή απαξίωση των αθηναϊκών Αγώνων, η τυπική τους υποβάθμιση, η «μετάλλαξή» τους σε κάτι υποδεέστερο από Ολυμπιακούς Αγώνες έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο. Παρότι η ελληνική διοργάνωση του 1906 όχι μόνο διέσωσε τον Ολυμπιακό θεσμό μετά την παταγώδη αποτυχία διοργάνωσης Ολυμπιακών αγώνων από τη Δ.Ο.Ε. κατά τα έτη 1900 και 1904, αλλά επιπλέον ενίσχυσε τον ρόλο της ίδιας της Δ.Ο.Ε.
Με τα χρόνια, οι αναφορές σε «Ολυμπιακούς» Αγώνες του 1906 σχεδόν εξέλιπαν, ο όρος «Μεσολυμπιακοί» επικράτησε, αλλά και πάλι, ισχυρές αποδείξεις του γνήσιου Ολυμπιακού χαρακτήρα της διοργάνωσης του 1906 εξακολουθούσαν -για δεκαετίες κατόπιν, ως και το έτος 1972- να υπάρχουν στους επίσημους Ολυμπιακούς Οδηγούς της Δ.Ο.Ε., καθώς και σε όλα τα σχετικά στατιστικά στοιχεία που αυτή εξέδιδε.
Ακόμη και αρκετά αργότερα (1995), στο τρίτομο έργο του τότε εν ενεργεία μέλους της Δ.Ο.Ε. Raymond Gafner με τίτλο «Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή» τα αποτελέσματα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας συγκαταλέγονται κανονικά στoυς στατιστικούς καταλόγους της έκδοσης. Στη βιβλιοθήκη του Ολυμπιακού Μουσείου της Λωζάνης οι έντυπες εκδόσεις, ιδίως βιβλία και λευκώματα, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1906 καταλαμβάνουν όσον ακριβώς χώρο και οι αντίστοιχες των Ολυμπιακών του 1896 ! Αυθεντικές φωτογραφίες των Ολυμπιακών Αγώνων του 1906 εκτίθεντο (τουλάχιστον έως το 2002 όπως καταγράφει ο Γερμανός ιστορικός Lennartz) στο Ολυμπιακό Μουσείο της Λωζάνης σαν δήθεν φωτογραφικά ντοκουμέντα από τη διοργάνωση του 1896.
Ο κατοπινός αποχαρακτηρισμός από τη Δ.Ο.Ε. των Αγώνων του 1906 ως ισότιμα Ολυμπιακών και η επινόηση από την ίδια του όρου «ενδιάμεσοι», ώστε να τους θέτει εκτός πλαισίου των υπόλοιπων Ολυμπιακών διοργανώσεων, με μόνο πρόσχημα το ότι διεξήχθησαν «εκτός σειράς», συνιστά παραχάραξη της ιστορίας.
Σήμερα, το ίδιο όργανο, η Δ.Ο.Ε. θέτει ανεπιφύλακτα υπό την αιγίδα της τους -επίσης εκτός σειράς- Αγώνες του Τόκυο. Είναι ακριβώς η στιγμή που η παλιά «εκκρεμότητα» του 1906 αναβιώνει. Είναι η στιγμή που οι δύο περιπτώσεις, των Αθηνών (1906) και του Τόκιο (2021) συσχετίζονται, μοιραία και αναπόδραστα. Και η λύση στο πρόβλημα της δεύτερης περίπτωσης περνάει αναγκαστικά μέσα απ’ την προηγούμενη επίλυση του ζητήματος της πρώτης.
Επιτροπη Brundage – Η επικυρωση μιας ιστορικης παραχαραξης
Τα συγκλονιστικά γεγονότα του πρώτου ημίσεως του πρηγούμενου αιώνα επισκίασαν συνολικά το Ολυμπιακό κίνημα και μάλιστα, όπως ήδη αναφέρθηκε, οδήγησαν στη ματαίωση τριών Ολυμπιακών διοργανώσεων. Στο διάστημα αυτό η πρακτική, στους κόλπους της Δ.Ο.Ε., της περιθωριοποίησης των σπουδαίων Αγώνων του 1906 συνεχίστηκε, εκδηλούμενη ιδίως σαν σκόπιμη παράλειψη της επίσημης μνείας τους μεταξύ των λοιπών Ολυμπιακών διοργανώσεων.
Η κατάφωρη αυτή παραβίαση, στην πράξη, των ίδιων των αποφάσεων της Δ.Ο.Ε., των ετών 1901 και 1905, με τις οποίες οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 1906 είχαν εξυπαρχής και ρητά αναγνωριστεί σαν επίσημοι Ολυμπιακοί και, φυσικά, καθαυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός της διεξαγωγής τους, πράγματι, ως Ολυμπιακών Αγώνων το 1906, δεν θα μπορούσε να περάσει για πάντα απαρατήρητη.
Στη 41η Συνεδρίαση της Δ.Ο.Ε. στο Λονδίνο ο Ούγγρος ιστορικός και μάλιστα εν ενεργεία μέλος, ο ίδιος, της Δ.Ο.Ε. Ferenc Mező, εισηγήθηκε, με αίτησή του τιτλοφορούμενη ως «Αποδοχή των Ενδιάμεσων Αγώνων του 1906» να αναγνωριστεί ρητά η διοργάνωση του 1906 ως «ΙΙΙb Ολυμπιακοί Αγώνες». Το Συνέδριο διαβίβασε την αίτηση στη λεγόμενη «Επιτροπή Brundage», με Πρόεδρο τον Avery Brundage και μέλη τον Καναδό Sidney Dawes, καθώς και τον Κουβανό Angel Moenck.
Συνήλθαν προς διάσκεψη στη Νέα Ορλεάνη τον Ιανουάριο του 1949 (ερήμην του αιτούντος F. Mezo) και –δίχως καθόλου να υπεισέλθουν στην αξιολόγηση του ιστορικού της υπόθεσης– απέρριψαν την αίτηση, κρίνοντας ότι η εκ των υστέρων αναγνώριση των Αγώνων του 1906 “δεν θα ήταν επωφελής”, με το εξής σκεπτικό: «Δεν θεωρούμε ότι οποιαδήποτε ειδική αναγνώριση, σε τόσο ύστερο χρόνο, εκ μέρους της Δ.Ο.Ε. προς τους συμμετέχοντες στη συγκεκριμένη διοργάνωση θα προσέδιδε κάποιο κύρος στις συμμετοχές τους, ενώ αντίθετα ο κίνδυνος να δημιουργηθεί ένα δυσάρεστο προηγουμένο αντισταθμίζει και με το παραπάνω το όποιο όφελος».
Η τηλεγραφική αυτή απόφαση, όπως παρουσιάστηκε στη Δ.Ο.Ε. κατά την 44η Συνεδρίαση της Ρώμης, ήταν η πρώτη, εκ μέρους της, ρητή άρνηση αναγνώρισης του γνήσιου Ολυμπιακού χαρακτήρα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1906, σαραντατρία ολόκληρα χρόνια μετά τη διεξαγωγή τους. Ήταν όμως και η πρώτη φορά στα χρονικά της Δ.Ο.Ε. που η ίδια, βασισμένη στο πόρισμα μία τριμελούς Επιτροπής της, ανέτρεπε προηγούμενες έγκυρες αποφάσεις υπέρτερης ουσιαστικής και τυπικής ισχύος, ως ληφθείσες από τα ανώτατα αποφασιστικά Όργανα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, δηλαδή -αφ’ ενός μεν την απόφαση του Συνεδρίου των Παρισίων του 1901, με την οποίαν εγκρίθηκε η πρόταση διεξαγωγής στην Αθήνα ενδιάμεσων Ολυμπιακών Αγώνων -αφ’ ετέρου δε, ιδίως, την απόφαση της Συνόδου των Βρυξελλών (1905), με την οποία επικυρώθηκε η ως άνω απόφαση του Συνεδρίου των Παρισίων και οριστικά αποφασίστηκε η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, κατά το αμέσως επόμενο έτος, με ρητή μάλιστα μνεία του έγκυρου τίτλου τους ως «Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, 1906».
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όπως φαίνεται, η Επιτροπή Brundage απέφυγε να υπεισέλθει στο ιστορικό της υπόθεσης, αφού, σε αντίθετη περίπτωση, η κρίση της θα συγκρουόταν με προηγούμενες αποφάσεις του ανώτατου αποφασιστικού οργάνου της Δ.Ο.Ε., ιδίως της Συνόδου, οι οποίες, εφόσον ποτέ δεν ακυρώθηκαν νόμιμα, εξακολουθούσαν –και φυσικά εξακολουθούν- ισχυρές, στο διηνεκές.
Βέβαια, η ιστορική διαδρομή έφερε τα πράγματα έτσι, ώστε το «δυσάρεστο προηγούμενο» που «εξόρκισε», τάχα, η επιτροπή Brundage το 1949, δηλαδή την τέλεση Αγώνων «εκτός σειράς», έρχεται σήμερα να το πραγματώσει η ίδια η Δ.Ο.Ε. με την επίμαχη από 24-3-20 απόφαση του Προέδρου της, να ορίσει τη διεξαγωγή των Αγώνων του Tόκυo το καλοκαίρι του 2021, παρακάμπτοντας την ίδια τη νομολογία της Δ.Ο.Ε.
Εάν η Δ.Ο.Ε. εξακολουθήσει, ακόμη και τώρα, να θεωρεί τη νομολογία αυτή επίκαιρη, κάτι τέτοιο θα σήμαινε, απλούστατα, ότι οι εκτός προβλεπόμενης σειράς αγώνες του Τokyo είναι ένα εξίσου «δυσάρεστο προηγούμενο» και μάλιστα σύγχρονο. Και, αυτόματα, θα εξοβέλιζε τους Αγώνες της Ιαπωνικής πρωτεύουσας από την κατάσταση των επίσημων Ολυμπιακών Αγώνων. Όπως ακριβώς υπαγορεύει η νομολογία.
Εκκρεμεί, επομένως, η επικαιροποίηση της σχετικής νομολογίας της Δ.Ο.Ε., ώστε αυτή να εναρμονισθεί προς τις σύγχρονες συναφείς αποφάσεις της ίδιας. Και ο δρόμος για την εναρμόνιση αυτή οδηγεί, αναπόφευκτα πια, στην ανατροπή του ως άνω πορίσματος του 1949. Δηλαδή, στη ρητή αναγνώριση του κύρους των από 1901 και 1905 αποφάσεων του Συνεδρίου των Παρισίων και της Συνόδου των Βρυξελλών. Με δυό λέξεις, στην αναγώριση, επιτέλους, του κύρους των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 1906 ως πράγματι Ολυμπιακών.
Πως οι Ολυμπιακοι του 1906 μπορουν να διασωσουν τους Αγωνες του Tοκιο
Σε αυτόν τον χρόνο, λοιπόν, και με τα δεδομένα που αναλύθηκαν, ο κίνδυνος να τεθεί ανά πάσα στιγμή ζήτημα ακυρότητας των Αγώνων του Τόκυο είναι πολύ παραπάνω από θεωρητικός. Πόσο μάλλον ενόσω εξακολουθεί να υφίσταται, το ιστορικό προηγούμενο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1906, που έως και σήμερα, δυστυχώς, δεν θεωρούνται από τη Δ.Ο.Ε. επίσημοι Ολυμπιακοί Αγώνες στη βάση της ίδιας συλλογιστικής, ότι διεξήχθησαν εκτός σειράς.
Ο δρόμος για τη διάσωση του Ολυμπιακού χαρακτήρα των Αγώνων του Tόκιο περνάει υποχρεωτικά μέσα από την προηγούμενη διαδικασία αναδρομικής αναγνώρισης, σήμερα, των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας σαν καθ’ όλα έγκυρων Ολυμπιακών, παρά το γεγονός ότι διεξήχθησαν εκτός σειράς. Συνιστά, πλέον, προϋπόθεση για την χωρίς κινδύνους διεξαγωγή των Αγώνων του Τόκιο.
Το ζήτημα της αναγνώρισης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1906 δεν είναι μόνο εθνικό, είναι οικουμενικό, έχει να κάνει με την Ολυμπιακή Ιδέα, στο όλον. Εφόσον οι επικείμενοι αγώνες του Tόκιο θέλουν να λογίζονται, ως καθ’ όλα έγκυροι Ολυμπιακοί, παρά την ανεπίτρεπτη αναβολή τους, τότε, χάριν ισονομίας, θα πρέπει έστω και τώρα να αναγνωριστεί αναδρομικά το Ολυμπιακό κύρος των «εκτός σειράς» αγώνων της Αθήνας, του 1906.
Ήδη, από το 1991, η Διεθνής Ένωση Ιστορικών Ολυμπιακών Αγώνων, έπειτα από διεξοδική μελέτη των πηγών και συλλογή των σχετικών τεκμηρίων, αποφάσισε (επικυρώνοντας μάλιστα την ίδια απόφασή της το 2001) να συμπεριλάβει αμετάκλητα τους Αγώνες του 1906 στη λίστα των επίσημων Ολυμπιακών Αγώνων, χαρακτηρίζοντάς τους ρητά ως καθ’ όλα έγκυρους Ολυμπιακούς Aγώνες, με την επίσημη, ήδη από τη Σύνοδο της Δ.Ο.Ε. του 1905, επίσημη ονομασία τους ως «Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, 1906». Η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών, αλλά και των ανθρώπων του διεθνούς Αθλητισμού, εν γένει, ασπάζεται σήμερα αυτή την άποψη, με τη Δ.Ο.Ε. να αποτελεί ουσιαστικά τη μόνη αντιλογία.
Η επίκληση, πια, του κινδύνου δημιουργίας ενός «δυσάρεστου προηγουμένου» σε περίπτωση αναγνώρισης του Ολυμπιακού κύρους αγώνων που διεξήχθησαν εκτός σειράς, δεν στέκει σήμερα ως νομικό επιχείρημα, ειδικά από τη στιγμή που το «προηγούμενο» αυτό το δημιουργεί και νομιμοποιεί η ίδια η Δ.Ο.Ε., εν έτει 2020-2021, θέτοντας υπό την αιγίδα της και αναλαμβάνοντας την πλήρη νομική ευθύνη για τη διοργάνωση των Αγώνων του Tόκιο το 2021.
Το Ολυμπιακό ιδεώδες δεν αφήνει χώρο για αδιαλλαξίες και γραφειοκρατικές εμμονές, απ’ όπου κι αν προήλθαν. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1906 κέρδισαν 15 χρυσά μετάλλια αθλητές από τη Γαλλία, 12 από τις ΗΠΑ, 8 από την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, 7 από την Ιταλία, 5 από την Ελβετία, 4 από τη Γερμανία και τη Νορβηγία, 3 από την Αυστρία, 2 από τη Σουηδία, την Ουγγαρία, το Βέλγιο και τη Φινλανδία και 1 από τον Καναδά. Συνολικά απονεμήθηκαν 226 μετάλλια και έλαβαν μέρος 903 αθλητές. Η συμμετοχή και οι νίκες τους επιζητούν την αναγνώριση του χαρακτήρα τους και την αναγραφή τους στην επίσημη Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, με τη μέριμνα του οργάνου που έχει την κύρια ευθύνη διαφύλαξης της γνησιότητάς της, της Δ.Ο.Ε.
Νικόλαος Γεωργαντάς (Λιθοβολία), Δημήτριος Τόφαλος (Άρση Βαρών), Ιωάννης Γεωργιάδης (Σπάθη), Γεώργιος Αλιπράντης (Αναρρίχηση επί κάλω), Ομάδα Πόρου (Ναυτική Κωπηλασία), Κωνσταντίνος Σκαρλάτος (Πιστόλι από απόσταση 30 μέτρων), Γεώργιος Ορφανίδης (Ελεύθερο Πιστόλι), Εσμέ Σημηριώτη (απλό γυναικών, τένις): οι χρυσοί Έλληνες Ολυμπιονίκες, στους Αγώνες της Αθήνας, του 1906.
Η πλήρης αναγνώριση των Αγώνων του 1906 ως καθ’ όλα έγκυρων και ισότιμων Ολυμπιακών, η νόμιμη αποκατάστασή τους στην Ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιάδων είναι ένα γραμμάτιο που θα πρέπει να εξοφληθεί άμεσα, ειδάλλως η παλιά αυτή εκκρεμότητα θα βαρύνει και τους Αγώνες του Tόκιο, συμπαρασύροντάς τους εν καιρώ στην ίδια τραγική μοίρα που επιφυλάχθηκε στους Αγώνες του 1906: να είναι Ολυμπιακοί, αλλά να μην αναγνωρίζονται.
Πηγή: News 24/7