Το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών απλά επιβεβαίωσε τη θεωρία της φυσικής εξέλιξης. Όποιος δεν αλλάζει, πεθαίνει. Τίποτα από όσα έγιναν δεν ήταν γραφτό να συμβεί. Όλα θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Μετατρέποντας το μειονέκτημα του κόμματός του σε πλεονέκτημα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άλλαξε για πάντα τον τρόπο που διεξάγονται οι εκλογές στην Ελλάδα. Ανέβασε τον πήχη του επαγγελματισμού, διαχώρισε τα κόμματα εξουσίας από τα κόμματα διαμαρτυρίας στον τρόπο λειτουργίας τους και σφράγισε το τέλος του κομματικού ερασιτεχνισμού.
Η διαφορά μεταξύ των κομμάτων σε τεχνοκρατικό επίπεδο σε αυτές τις εκλογές ήταν τεράστια. Σαν να συγκρούεται μια ομάδα επιπέδου Champions League με δύο ομάδες Β΄ εθνικής κατηγορίας. Στον αιώνα της ταχύτητας, το ΠΑΣΟΚ και ο Σύριζα εγκλωβίστηκαν στο μεσαίο χώρο και στην αργή τακτική του ώριμου φρούτου, περιμένοντας τον αντίπαλο να πέσει. Έτσι, άφησαν την προοπτική και τον ορίζοντα του μέλλοντος στη συντηρητική παράταξη (sic!). Ένα πολιτικό έγκλημα. Στις δεύτερες εκλογές, μάλιστα, χωρίς να έχουν καταλάβει τι συμβαίνει, για να διατηρήσουν το αποτέλεσμα των πρώτων, έχασαν τη μπάλα μέσα από τα πόδια τους, οπισθοχώρησαν μαζικά και έπαιξαν πίσω από τη σέντρα με 11 παίκτες στην άμυνα.
Ο λόγος, η αισθητική, το ύφος, ο τόνος, ο ρυθμός, η εικόνα, τα προγράμματα των κομμάτων της προοδευτικής παράταξης έμοιαζαν τόσο παλιά, που έκαναν ακόμα και τη Νέα Δημοκρατία να φαίνεται καινούργια. Σε κάθε περίπτωση, να πετυχαίνει άνετα – με την πρώτη ματιά – τον στρατηγικό στόχο που έθεσε. Να φαίνεται αυτή μπροστά και οι άλλοι πίσω.
Κανείς δεν ξέρει εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αξιοποιήσει την καθαρή εντολή που έλαβε από το λαό να οδηγήσει την Ελλάδα σταθερά, τολμηρά, μπροστά, όπως υποσχέθηκε. Εάν η επόμενη κυβερνητική του θητεία υλοποιήσει τις υποσχέσεις και ικανοποιήσει τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν από τις προεκλογικές του εκστρατείες. Τα ερωτηματικά είναι ήδη πάρα πολλά. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι άφησε όλους τους άλλους πίσω, σε μια άλλη εποχή. Δεν κέρδισε μόνο τις εκλογές. Για πρώτη φορά κέρδισε η ΝΔ και την πολιτική ηγεμονία.
Ανεξάρτητα από τη μονοδιάστατη στήριξη του 90% των ΜΜΕ και την τεράστια διαφορά του οικονομικού τους προϋπολογισμού, καθώς αντίστοιχη στήριξη είχαν τόσο ο Αντώνης Σαμαράς όσο και ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, κανένα πολιτικό κόμμα δεν θα τολμήσει ποτέ ξανά να διεκδικήσει την εξουσία απέναντι σε αυτή τη Νέα Δημοκρατία με το ερασιτεχνικό μοντέλο διαχείρισης που επέλεξαν να εφαρμόσουν τα κόμματα της προοδευτικής παράταξης το 2023.
Ο Σύριζα έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του και το ΠΑΣΟΚ έχασε τη μεγάλη ευκαιρία για την ανατροπή των δεδομένων που διαμορφώθηκαν το 2012. Με τα σημερινά δεδομένα, ceteris paribus, εάν δεν ενωθούν οι βάσεις των δύο κομμάτων μοιάζει αδύνατο να μπορέσουν να ξαναδιεκδικήσουν την εξουσία πριν από το 2031. Όπως φώναζαν οι φίλαθλοι της θύρας 7 στην εποχή Σαλιαρέλη, «αλλιώς ονειρευόμαστε τον Ολυμπιακό».
Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι ικανοποιημένο με μια τέτοια προοπτική μόνο εάν έχει αλλοιωθεί το DNA του. Για την προσδοκία αλλαγής των συσχετισμών στις ερχόμενες περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, δεδομένου ότι το ΠΑΣΟΚ πήγε καλά ακόμα και το Νοέμβριο του 2010, μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, ουδέν σχόλιο. Όταν λέγαμε να ξανασηκώσουμε τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ, την εποχή που οι περισσότεροι έψαχναν ονόματα, δεν εννοούσαμε την επιστροφή στον ρομαντικό ερασιτεχνισμό του 1974, αλλά στη δύναμη των ανατροπών που σηματοδοτούσε το κίνημα εκείνη την εποχή.
Και τα δύο κόμματα μαζί έπεσαν χαμηλότερα ακόμα και από το ναδίρ της Μεταπολίτευσης. Στις πρώτες εκλογές του 2012, ο Σύριζα, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ είχαν λάβει 2 εκατομμύρια 280 χιλιάδες ψήφους, ενώ τώρα μόλις μετά βίας ξεπέρασαν αθροιστικά το ενάμισι εκατομμύριο. Από τότε, από το μέχρι χθες ιστορικό χαμηλό τους, έχουν χάσει αθροιστικά 750 χιλιάδες ψηφοφόρους, ενώ η ΝΔ έχει αυξήσει τους δικούς της κατά 1 εκατομμύριο.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι κατάφερε να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα, αντιστρέφοντας το διαχρονικό μειονέκτημα του κόμματός του σε σύγκριση με τα κόμματα της προοδευτικής παράταξης στο χώρο της στρατηγικής και της επικοινωνίας. Ένα μειονέκτημα που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών της Μεταπολίτευσης από την εποχή που σφράγισε με την καθοδήγησή του ο Κώστας Λαλιώτης.
Το συνολικό κόστος του κομματικού ερασιτεχνισμού είναι ανυπολόγιστο. Το βέβαιο είναι ότι κανένας πολιτικός φορέας δεν θα μπορεί πια να θεωρείται κόμμα εξουσίας εάν δεν αποκτήσει τις ανταγωνιστικές τεχνοκρατικές δομές που καθιστούν μια τέτοια προοπτική πιστευτή και εφικτή. Εάν η Νέα Δημοκρατία συνεχίσει να υπερτερεί κατά κράτος σε αυτόν τον τομέα είναι σίγουρο ότι θα διασφαλίσει σε βάθος χρόνου την καθοριστική ψήφο των πολιτών που πάνε με το νικητή και συνεπώς την πολιτική ηγεμονία μιας ολόκληρης δεκαετίας. Αντίστοιχα, θα χαθούν όλα τα οφέλη που απορρέουν για τα κόμματα της αντιπολίτευσης από την προοπτική διαχείρισης της εξουσίας.
Δεν είναι όμως μόνο το opportunity cost – το κόστος της χαμένης ευκαιρίας – που πληρώνουν τα κόμματα της προοδευτικής παράταξης από τον ερασιτεχνικό τρόπο διαχείρισης των δύο εκλογικών εκστρατειών του 2023. O Σύριζα απώλεσε κάθε στοιχείο νεωτερικότητας, ριζοσπαστισμού, αντισυστημικότητας και πατριωτισμού που τον ανέδειξαν στην εξουσία. Εκφράζοντας μία απολιτίκ προσέγγιση που παράγεται από τα focus groups, έπαψε να είναι Αριστερά. Έχασε την ταυτότητά του. Για να μπορέσει να την ξαναβρεί θα του κοστίσει πάρα πολύ. Για τον Σύριζα, το αποτέλεσμα των εκλογών αγγίζει τα όρια της οικονομικής καταστροφής. Κάτι αντίστοιχο με τις επιπτώσεις στο ΠΑΣΟΚ από την εκλογική κατάρρευσή του την περίοδο των μνημονίων. Το κόμμα της αδύναμης αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έγινε μόνο μικρότερο, αλλά και πολύ φτωχότερο.
Η ετήσια τακτική χρηματοδότηση του κόμματος και η κρατική χρηματοδότηση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς μειώνονται κατά 45%. 38 βουλευτές χάνουν την έδρα και την αποζημίωσή τους. Περισσότεροι από 100 εργαζόμενοι – συνεργάτες του κόμματος και των βουλευτών – αναμένεται να χάσουν τo αντικείμενο της εργασίας τους. Επίσης μειωμένη κατά 45% θα είναι η εκλογική χρηματοδότηση που αντιστοιχεί στην ενίσχυση κομμάτων για τις επόμενες εθνικές εκλογές. Ενώ στην κατανομή του ραδιοτηλεοπτικού χρόνου και της εκλογικής χρηματοδότησης των κομμάτων σε ενημερωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς το ποσοστό του Σύριζα θα είναι κατά 50% μικρότερο από τη ΝΔ.
Σε επίπεδο τετραετίας, τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών του 2023 σε σχέση με το 2019 αναμένεται, σύμφωνα με συντηρητικές προβλέψεις, να κοστίσουν στον Σύριζα και τους βουλευτές του περισσότερα από 15 εκατομμύρια ευρώ. Η επικράτηση του στις επόμενες εκλογές έχει καταστεί απείρως δυσκολότερη. Το μέλλον του έχει ήδη υποθηκευτεί. Η προχειρότητα κόστισε, τελικά, πολύ ακριβά. Από λάθος σε λάθος, παραχαράχτηκε η πολιτική ιστορία του τόπου. Η προοδευτική παράταξη δεν χρειάζεται τίποτα λιγότερο από ένα Big Bang, μία Μεγάλη Έκρηξη.
Πηγή: SLPress