Το (χαμένο) στοίχημα του τουρισμού: Πώς το Restart Greece έγινε Ράβε-Ξήλωνε

0 Shares
0
0
0
0

Τι θα μείνει όρθιο το 2021; Mε τη φετινή τουριστική σεζόν να θεωρείται χαμένη, τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην επόμενη χρονιά. Από τις περσινές αφίξεις-ρεκόρ –περισσότεροι από 30 εκατομμύρια τουρίστες–, φτάσαμε να θεωρούμε επιτυχία το 1,7 εκατ. από τον Ιούλιο έως τα μέσα της θερινής σεζόν, που σφύριξε πρόωρα λήξη. Από τα έσοδα των 17 δισ. ευρώ, που ανακοίνωσε πέρυσι ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, φτάσαμε να θεωρούνται αισιόδοξες οι προβλέψεις του Συνδέσμου για συγκράτηση των εσόδων στο 25% του 2019.

Με τις όποιες ελπίδες για ανάκαμψη να έχουν ήδη εξατμιστεί από το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, μαζί με την αύξηση των κρουσμάτων και τα νέα τοπικά λοκ-ντάουν, ενώσεις ξενοδόχων και παρόχων τουριστικών καταλυμάτων κάνουν ταμείο και το βρίσκουν μείον. Ηδη τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 –που συμπίπτει χρονικά με την περίοδο της καραντίνας– δείχνουν τον τζίρο των τουριστικών καταλυμάτων να έχει σχεδόν μηδενιστεί, με πτώση από 94% έως και 99% σε σχέση με πέρυσι.

Το όπως-όπως άνοιγμα των συνόρων τον Ιούλιο για τους τουρίστες, χωρίς σχεδιασμό και με ανεπαρκείς ελέγχους, όχι μόνο δεν έσωσε την παρτίδα, αλλά έφερε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα: και η τουριστική κίνηση παρέμεινε σχεδόν αναιμική και η πανδημία αναζωπυρώθηκε.

Οσο για τις πληρότητες που ανακοινώθηκαν για Ιούλιο και Αύγουστο, εκεί η δημιουργική λογιστική κάνει το θαύμα της. Στην καλύτερη περίπτωση αγγίζουν το 50%, σε ορισμένα νησιά των Κυκλάδων κυρίως την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, ενώ κατά μέσο όρο κινούνται από 25% έως 30%. Τα ποσοστά όμως αυτά αφορούν καταλύματα και ξενοδοχεία που άνοιξαν, και δεν συμπεριλαμβάνουν τις επιχειρήσεις που παρέμειναν κλειστές – με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε αναστολή να μην έχουν πάρει ακόμα το γλίσχρο επίδομα των 534 ευρώ, όπως καταγγέλλει η Ομοσπονδία Επισιτισμού-Τουρισμού (ΠΟΕΕ-ΥΤΕ).about:blank

Θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν πάει διαφορετικά ή μήπως ο «στρατηγός κορονοϊός» ήταν αυτός που καθόρισε τη φετινή χαμένη τουριστική σεζόν; Κυρίως, τι μπορεί να γίνει από εδώ κι εμπρός; Η ιστορία της Ελούντας στην Κρήτη, που παρουσιάζει η «Εφ.Συν», θα μπορούσε να είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας. Από ταπεινό ψαροχώρι, αναδείχθηκε σε χλιδάτο θέρετρο, για να πληρώσει σταδιακά το τίμημα της τουριστικής μονοκαλλιέργειας. Παράλληλα, ερευνητές και σύμβουλοι στρατηγικής παρουσιάζουν εναλλακτικά σενάρια για τον τουρισμό και, τέλος, οι ανταποκριτές της εφημερίδας κάνουν τον δικό τους απολογισμό από τις πιο τουριστικές περιοχές της χώρας. Κοινό συμπέρασμα: Φέτος χάσαμε την παρτίδα. Του χρόνου;

Ελλάδα όπως Ελούντα

Κάθε χρόνο στις λίστες με τους τοπ τουριστικούς προορισμούς η Ελούντα, ένα μικρό χωριό στην ανατολική πλευρά της Κρήτης, κερδίζει τον τίτλο της πολυτέλειας και της χλιδής, δίνοντας επί δεκαετίες τη δυνατότητα στην τοπική οικονομία να ανθεί και στους τουριστικούς πράκτορες να τη βαφτίσουν: «το διαμάντι της Κρήτης».

Ξεφεύγοντας από την εικόνα του συνωστισμού του μαζικού τουρισμού, με ξενοδοχειακές μονάδες μεγάλες, πολυτελείς και απομονωμένες, φέτος, εν μέσω πανδημίας, αποτελεί ιδανικό προορισμό για τις διακοπές των πιο προνομιούχων και, για πολλούς, το τελευταίο προπύργιο που θα πέσει. Ομως για τους εποχικά απασχολούμενους των γειτονικών δήμων, που περιμένουν να βγάλουν τα έξοδα μιας χρονιάς και φέτος έμειναν άνεργοι, αλλά και για τους ντόπιους μικρομεσαίους επαγγελματίες, το προπύργιο μπορεί να μην έχει πέσει ακόμα, αλλά σίγουρα τραντάζεται συθέμελα.

Το ψαροχώρι που έγινε μπεστ-σέλερ

Η Ελούντα αποτελεί ιδανικό προορισμό των ξένων τουριστών πολύ πριν γίνει γνωστή σε Ελληνες παραθεριστές. Εμείς μαθαίνουμε για το χωριό τη δεκαετία του 1980 – ο αγαπημένος προορισμός του Ανδρέα Παπανδρέου. Η περίφημη «Συμφωνία της Ελούντας», η κρυφή συνάντηση Καντάφι και Μιτεράν με διαμεσολαβητή τον τότε πρωθυπουργό, με σκοπό να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα σε Λιβύη και Γαλλία το 1984, αποτελεί ιστορικό σημείο τομής, όχι μόνο για την ελληνική διπλωματία αλλά και για την ανάδειξη της Ελούντας, στο φόντο της οποίας στήθηκε το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Δεκαετίες πριν πρωταγωνιστήσει σε ένα από τα μεγαλύτερα μπεστ-σέλερ των τελευταίων χρόνων, η Ελούντα ήταν ένα φτωχό ψαροχώρι. Η τοπική οικονομία μέχρι τη δεκαετία του 1970 ήταν βασισμένη στην αγροτική παραγωγή και έβγαζε χαρούπια, λάδι και τα ακόνια, φτιαγμένα από τις γκρι πέτρες που «βγαίνουν» στο κοκκινόχωμα της περιοχής και τα οποία τα εξήγαν μαζικά στο εξωτερικό. Το έδαφος, μη φιλικό για μεγάλες καλλιέργειες, πρόσφερε κυρίως τα απαραίτητα για ατομική χρήση.

Μεταπολιτευτικά εμφανίζονται στην Ελούντα τα πρώτα πολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα από Αμερικανούς επενδυτές που αξιολογούν το κλίμα της ως ιδανικό για παραθεριστικό προορισμό. Πολύ σύντομα γίνεται πόλος έλξης των ξένων τουριστών. Τη δεκαετία του 1980 ξεκινά η μεγάλη ακμή και μέχρι τις αρχές του 2000 η Ελούντα εξελίσσεται σε διάσημο θέρετρο με πεντάστερα ξενοδοχεία, κάποια από τα οποία κατατάσσονται στις λίστες με τις πιο ακριβές και υπερπολυτελείς τουριστικές εγκαταστάσεις της Μεσογείου. Το 2005 εκδίδεται το «Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ και η περιοχή εκτοξεύεται: άπαντες γνωρίζουν, πλέον, την Ελούντα, το γειτονικό χωριό της Πλάκας και τη Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών που σύντομα έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη τουριστική ατραξιόν της περιοχής.

Παράλληλα με την ανάπτυξη στον κλάδο του τουρισμού, παρατηρείται και η μεγάλη άνθηση των μικρών επιχειρήσεων που βασίζονται σε αυτόν. Η κρίση, αν και άργησε να γίνει αισθητή, είχε και εκεί τα δικά της θύματα. Η Σοφία, 38 χρόνων και μόνιμη κάτοικος του χωριού, ήταν ιδιοκτήτρια μικρής ακμάζουσας τουριστικής επιχείρησης στην καρδιά της Ελούντας και περιγράφει με νοσταλγία τα χρόνια της χλιδής. «Η επιχείρηση άνοιξε το 2008 όπως πολλές άλλες ως απόρροια της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής.

Ο κόσμος τότε είχε λεφτά και ήταν διατεθειμένος να τα ξοδέψει, υπήρχε μια ανεμελιά», μας λέει, εξιστορώντας μας περιστατικά από τη χρυσή περίοδο του VIP τουρισμού. «Για πολλά χρόνια ερχόταν η βασίλισσα της Ιορδανίας, περνούσαν αυτοκίνητα ασφαλείας κάνοντας περιπολίες στην περιοχή. Εβλεπες αστέρες του Χόλιγουντ και ελικόπτερα με διάσημους να καταφτάνουν, πλούσιους έφηβους να αγοράζουν με τη σέσουλα πανάκριβες σαμπάνιες με τις χρυσές κάρτες των γονιών τους. Ενας πλούσιος Αραβας, θυμάμαι, ήθελε το καλοκαίρι τζάκι στην παραλία γνωστού ξενοδοχείου. Πράγματι, την επόμενη μέρα ένα τζάκι ήταν χτισμένο πάνω στην άμμο».

Ομως η περίοδος της ανεμελιάς έληξε και η Ελούντα, με την επέλαση της κρίσης, άρχισε να γνωρίζει πτώση. Η τάση για all inclusive διακοπές, δηλαδή ο συνδυασμός διαμονής, διατροφής και διασκέδασης σε ένα ενιαίο πακέτο που –αν και αργά συγκριτικά με άλλες περιοχές– ακολούθησαν τα μεγάλα ξενοδοχεία, όχι μόνο μετατόπισε το τάργκετ γκρουπ τους στον πιο φθηνό τουρισμό, αλλά απείλησε με οικονομικό μαρασμό τις μικροεπιχειρήσεις. «Αρχίσαμε σιγά σιγά να ακούμε τουρίστες με βραχιολάκια», σημειώνει η Σοφία, αναφερόμενη στο ειδικό περιβραχιόνιο που φοράνε οι all inclusive τουρίστες, που τους εξασφαλίζει διαμονή και διατροφή, αλλά ταυτόχρονα τους συγκρατεί και εντός των τειχών των ξενοδοχείων.

«Με την κρίση έπεσαν αναγκαστικά οι τιμές, αφού οι τουρ οπερέιτορ έδωσαν έμφαση στα φθηνά πακέτα διακοπών. Τα μπαρ ερημώνουν, στα εστιατόρια πέφτει ο τζίρος αφού πλέον όλοι τρώνε μόνο στα ξενοδοχεία και διοργανώνονται εκεί “κρητικές βραδιές” για να μένουν και να διασκεδάζουν κλεισμένοι μέσα», συνεχίζει.

«Κάθε χρόνο έχεις την ελπίδα ότι η χρονιά θα είναι καλύτερη και τελικά η τουριστική σεζόν όλο και μικραίνει. Αναγκαστικά δουλεύεις τρεις μήνες τον χρόνο, μήπως βγάλεις τα έξοδα των υπόλοιπων εννιά». Η Σοφία αποφάσισε πριν από δύο χρόνια να κλείσει την επιχείρησή της και σήμερα, αν και άνεργη, δεν το μετανιώνει αφού, όπως ομολογεί, το κατάστημά της δεν θα μπορούσε να σηκώσει και το βάρος της πανδημίας.

«Κανείς στην Ελούντα δεν ασχολείται με τα αγροτικά επαγγελματικά, γιατί όλοι τον μισό χρόνο ασχολούμαστε με τον τουρισμό. Ακόμη και τους λεγόμενους “νεκρούς μήνες” φροντίζουμε πάλι τα μαγαζιά μας, για να είναι όλα έτοιμα μέχρι το Πάσχα που σηματοδοτεί την έναρξη της σεζόν», μας πληροφορεί ο Μανώλης. Ιδιοκτήτης ενός καφενείου μέσα στην Ελούντα, το οποίο λειτουργεί πάνω από 30 χρόνια, έχει πελάτες μόνιμους, ντόπιους κατοίκους, αλλά και τουρίστες που επιζητούν το παραδοσιακό και γραφικό κομμάτι του χωριού. Είναι από τους ελάχιστους που εργάζονται στην οικογενειακή επιχείρηση όλο τον χρόνο.

Αν και δεν βασίζεται αποκλειστικά στον τουρισμό, οι συνέπειες στην τοπική οικονομία, αλυσιδωτές, τον επηρεάζουν κάθε χρόνο: «Κάθε πέρσι και καλύτερα, λένε. Τα τελευταία χρόνια δουλεύουν μόνο τα σούπερ μάρκετ και τα τέικ αγουέι. Για να δουλέψει το καφενείο πρέπει να έχει και ο ντόπιος λεφτά. Φέτος ειδικά, η κίνηση είναι σχεδόν μηδενική. Κάποτε βγάζαμε χαρούπια και αλάτι και ζούσαμε. Τώρα;»

O Νικήτας, ταξιτζής 53 χρόνων, πέρυσι έκανε το δρομολόγιο Ελούντα – Αγιος Νικόλαος, μία εικοσάλεπτη διαδρομή, περίπου 15 φορές τη μέρα. Φέτος, αφού άνοιξαν οι πρώτες ξενοδοχειακές μονάδες στην περιοχή, έκανε το ίδιο δρομολόγιο μετά βίας μία φορά τη μέρα. Στα δεκατέσσερα χρόνια που κάνει το επάγγελμα, πρώτη φορά βγάζει μεροκάματο 5-10 ευρώ. Δεν είναι ο μόνος. Είναι ένας από τους 73 κατόχους ταξί στην περιοχή. Φέτος, όπως παραδέχεται, ο κλάδος φυτοζωεί. Με το λοκ ντάουν, όταν ακυρώθηκαν όλες οι κρατήσεις των ξενοδοχείων, ήξεραν, όπως λέει, ότι η απελπισία είναι μονόδρομος. «Οι ντόπιοι δεν χρησιμοποιούν ταξί γιατί οι αποστάσεις είναι μικρές. Δουλεύουμε το καλοκαίρι με τον τουρισμό για να αντέξουμε τον χειμώνα. Πώς θα ζήσουμε;» αναρωτιέται.

Το ίδιο αναρωτιέται ο Κωνσταντίνος, 36 χρόνων, ιδιοκτήτης και καπετάνιος σκάφους που μεταφέρει κάθε χρόνο τουρίστες στη μεγαλύτερη τουριστική ατραξιόν του νησιού, τη Σπιναλόγκα. Δεύτερος σε επισκεψιμότητα αρχαιολογικός χώρος της Κρήτης, μετά το μινωικό ανάκτορο της Κνωσού, η Σπιναλόγκα αποτελεί τόπο ιστορικής μνήμης. Αρχικά καταφύγιο «χαΐνηδων», όπως αποκαλούνταν οι χριστιανοί αντάρτες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και στη συνέχεια χώρος εγκλεισμού και απομόνωσης για τους χανσενικούς ασθενείς του 20ού αιώνα. Πόλος έλξης για εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, συντηρούσε οικονομικά και τους 38 ιδιοκτήτες σκαφών με σημεία αναχώρησης από την Ελούντα και την Πλάκα.

Φέτος, με την τήρηση των αποστάσεων και μειωμένους επιβάτες ανά δρομολόγιο, η μετακίνηση των τουριστών ελαχιστοποιείται. «Ομως το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο. Δεν υπάρχει κόσμος. Είμαστε 38 σκάφη και κάνουμε με μισοάδεια καραβάκια ένα δρομολόγιο τη μέρα – τα μισά από πέρυσι», λέει ο Κωνσταντίνος. «Κάθε χρόνο θέλουμε 5.000 ευρώ τουλάχιστον με το πέρας της σεζόν για τη συντήρηση. Εγώ προσωπικά δεν θα το πάω καρνάγιο, θα δουλέψω και του χρόνου έτσι, δεν έχω άλλη πηγή εισοδήματος», καταλήγει.

Υπήρχε plan b;

Για «φιάσκο της αγέλης» κάνει λόγο ο σύμβουλος στρατηγικής Δημήτρης Τζιώτης, υπεύθυνος για τη Στρατηγική Επικοινωνίας του υπουργείου Τουρισμού, που εφαρμόστηκε από το έτος 2012 έως και το 2019. «Κάθε ελληνικός προορισμός μπορούσε φέτος να πωλείται με ασφάλεια σε διαφορετικά κοινά, σαν κόσμημα», επιμένει εξηγώντας την πρόταση που εκπόνησε και παρουσίασε στις 24 Μαΐου, ωστόσο δεν βρήκε ευήκοα ώτα. «Στην έναρξη της φετινής τουριστικής περιόδου, η Ελλάδα βρισκόταν στην πλεονεκτικότερη θέση παγκοσμίως.

Είχαμε τη δυνατότητα να θέσουμε εμείς τους όρους, να διαμορφώσουμε τα προϊόντα και τις τιμές και να κερδίσουμε χωρίς αντίπαλο ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας τουριστικής οικονομίας. Η ευκαιρία αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να παρουσιαστεί. Το μεγάλο στοίχημα ήταν η προσφορά αληθινά ασφαλών εμπειριών σε ασφαλείς προορισμούς. Αυτό μπορούσε να το προσφέρει μόνο η Ελλάδα. Η επιδημιολογική κατάσταση πριν από το άνοιγμα της τουριστικής οικονομίας ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος. Δεν ήταν, όμως, σε καμία περίπτωση επαρκής», τονίζει.

«Πρώτα από όλα, ο εξωτερικός τουρισμός στις μεγάλες πόλεις ήταν αναγκαίο να αφεθεί για μία επόμενη φάση, μόνο σε επισκέπτες από μία χώρα για κάθε πόλη, από χώρες με παρόμοια με την Ελλάδα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά και υποχρεωτικό τεστ για όλους. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύεται το 70% του ελληνικού πληθυσμού και οι παραγωγικοί πυλώνες της οικονομίας. Σε δεύτερο επίπεδο, να διασφαλιστεί η οικονομία του εσωτερικού τουρισμού. Τα μικρότερα νησιά που δεν έχουν διεθνή αεροδρόμια και τα χωριά που δεν διαθέτουν τις στοιχειώδεις υποδομές ενός συστήματος υγείας, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους ανήκει σε ομάδες υψηλού κινδύνου, να προστατευτούν για τις διακοπές των Ελλήνων, ώστε να μη συνωστίζονται οι Ελληνες στις πόλεις».

Προτείνει να αξιοποιηθεί ως στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας το γεγονός ότι διαθέτει αεροδρόμια σε πολλά νησιά: «Τα αεροδρόμια των δεκαπέντε μεγαλύτερων αυτών νησιών δέχονται 15 εκατομμύρια περίπου επισκέπτες. Αυτοί έπρεπε να είναι οι πρώτοι προορισμοί για τον εξωτερικό τουρισμό, με πρωτόκολλα και μόνο από χώρες με παρόμοια επιδημιολογικά χαρακτηριστικά. Κάθε προορισμός να προωθηθεί στοχευμένα σε μια διαφορετική χώρα. Αντί γι’ αυτό, τοποθέτησαν όλους τους προορισμούς μαζικά, στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Εκαναν το ίδιο λάθος που κάνουν τόσα χρόνια με το λάδι. Επειδή δεν ξέρουν να το προωθήσουν, το ξεπουλάνε χύμα».

Για ένα προσωρινά χαμένο στοίχημα, που όμως θα μπορούσε να κερδηθεί στο άμεσο μέλλον, κάνει λόγο και ο Δημήτρης Βασιλείου, σύμβουλος τουριστικών επιχειρήσεων και συντονιστής της ερευνητικής ομάδας FLATOD-19 (Flexible Tourist Destinations), που προτείνει τη μέθοδο των «Ευέλικτων Τουριστικών Προορισμών» για την αντιμετώπιση του Covid-19.

«Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει συγχρόνως μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό, μαζί με πολύ διακριτούς προορισμούς, κυρίως νησιωτικούς. Αυτό έπρεπε να μας οδηγήσει στο να αναπτύξουμε μεθοδολογίες εξειδικευμένες για τον τουρισμό με μέτρα πεδίου», μας λέει.

Aποτέλεσμα συνεργασίας δεκαμελούς ομάδας επιστημόνων και επαγγελματιών από πέντε χώρες (Κορέα, Ταϊβάν, Αγγλία, Ελλάδα, Ισπανία), η μεθοδολογία FLATOD-19 βασίζεται στις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για προορισμούς που «ανοιγοκλείνουν», και σε πρωτόκολλα που ανέπτυξαν αρχικά οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες του Χονγκ Κονγκ, από τις πρώτες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πανδημία. «Η Ελλάδα άνοιξε τη σεζόν χωρίς να έχει πλάνο πόσους τουρίστες θέλουμε. Δεν μπορεί μια χώρα να λέει “όσο περισσότερους γίνεται” για να σώσουμε τη σεζόν. Αυτό δείχνει έλλειψη στόχου».

Ο ίδιος θεωρεί ότι η Ελλάδα βιάστηκε να ανοίξει τα σύνορα πριν επεξεργαστεί στοχευμένες λύσεις και τώρα πληρώνει το τίμημα. «Η χώρα εξέπεμψε από την αρχή ένα μήνυμα χαλαρότητας, υποτίμησε το πρόβλημα, και τώρα αναγκάστηκε να λάβει πιο αυστηρά μέτρα εκ των υστέρων, που θα μπορούσε να τα αποφύγει αν υιοθετούσε μια δέσμη ήπιων μέτρων, για τους ανοιχτούς χώρους συνάθροισης και για το τουριστικό περιβάλλον γενικότερα. Πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε περισσότερο με όρους “προορισμού”, μια λέξη της μόδας που όμως δεν μας έχει απασχολήσει όσο θα έπρεπε», καταλήγει, θεωρώντας ότι τα επιδημιολογικά φαινόμενα ήρθαν για να μείνουν και θα καθορίσουν και τους όρους της τουριστικής βιομηχανίας από εδώ κι εμπρός.

Κρήτη: Ηρθαν τουρίστες αλλά δεν επαρκούν

Αν και στην Κρήτη ταξίδεψαν χιλιάδες τουρίστες, εντούτοις δεν είναι τόσοι ώστε να αφήσουν ικανό οικονομικό αποτύπωμα στο «ταμείο» του νησιού, που σε κανονικές συνθήκες απασχολεί περίπου 150.000 ανθρώπους στους κλάδους του τουρισμού, του επισιτισμού και της εστίασης. Στο αεροδρόμιο Ηρακλείου έφτασαν τον Ιούλιο 214.000 επισκέπτες, όταν τον περσινό Ιούλιο οι αφίξεις ήταν 650.000.

Η πληρότητα των ξενοδοχείων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν ξεπέρασε το 30% και τα έσοδα δεν ήταν αυτά που υπολόγιζαν οι τουριστικοί επιχειρηματίες. Και αυτοί ακόμα που είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους στον Αύγουστο, βλέπουν τις προσδοκίες τους να εξανεμίζονται καθώς η σημαντική αύξηση κρουσμάτων ήδη από τις αρχές του μήνα βάζει ανάχωμα σε αρκετούς τουρίστες, που ακυρώνουν την κράτηση.

Σε κάθε περίπτωση, τη σημαντικότερη ζημιά και στην Κρήτη την έκανε το λάθος μήνυμα που έδωσε το ανεξέλεγκτο άνοιγμα του τουρισμού που, σε συνδυασμό με τα ελάχιστα τεστ στις πύλες εισόδου, οδήγησε στη γενική χαλάρωση της τήρησης των μέτρων. Η χαλάρωση έφερε την αύξηση των κρουσμάτων και αυτή με τη σειρά της την ανάσχεση του τουριστικού κύματος που περίμεναν οι επιχειρηματίες. Φαύλος κύκλος.

Μάριος Διονέλλης

Βόρεια Ελλάδα: Οι ξαπλώστρες είναι εκεί, όχι όμως και οι τουρίστες

Σακατεμένοι βγαίνουν ξενοδόχοι και επαγγελματίες της εστίασης, όσοι βέβαια επιχείρησαν να λειτουργήσουν, από το καλοκαίρι του κορονοϊού, μάλλον το χειρότερο που υπήρξε τις τελευταίες δεκαετίες και για τη Βόρεια Ελλάδα.

Παραδοσιακές ξενοδοχειακές μονάδες, που ήταν άλλοτε χώροι λατρείας για Ελληνες και ξένους, φέτος δεν άνοιξαν. Οσοι ξενοδόχοι πίστεψαν στη στήριξη της κυβέρνησης τράκαραν στον τοίχο της σκληρής πραγματικότητας. Και οι εποχικοί επιχειρηματίες με τις ταβέρνες και τα μπιτς μπαρ έμειναν να κοιτάζουν τα άδεια τραπεζοκαθίσματα και τις αραιωμένες ξαπλώστρες.

Ακρως απογοητευτική ήταν η τουριστική κίνηση στη Χαλκιδική, καθώς περιορίστηκε σε όσους έχουν εξοχικά και σε όσους Θεσσαλονικιούς ρίσκαραν ένα Σαββατοκύριακο στην παραλία «για τα παιδιά». Το κυβερνητικό παιχνίδι με το άνοιγμα και το κλείσιμο των συνόρων δεν έπιασε. Σέρβοι και Βούλγαροι, οι Βαλκάνιοι τουρίστες δηλαδή, ταλαιπωρούνταν αφάνταστα κι αντιμετωπίζονταν επιφυλακτικά. Αποτέλεσμα, η μέση πληρότητα στα ξενοδοχεία που άνοιξαν δεν ξεπέρασε το 25%-30%.

«Το φοβικό κλίμα λόγω κορονοϊού έχει επηρεάσει και τις διακοπές του Ελληνα. Είναι μια χρονιά που μάλλον δεν θα θέλουμε να θυμόμαστε. Σκεφτόμαστε από τώρα το 2021 ως μια χρονιά επιβίωσης και όχι ως μια χρονιά ανάκαμψης», αναφέρει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων και πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Χαλκιδικής, Γρηγόρης Τάσιος, κρούοντας καμπανάκι προς την κυβέρνηση για «άμεσα εμπροσθοβαρή μέτρα και ρυθμίσεις για τις οφειλές προς το Δημόσιο».

Αρνητικός είναι ο απολογισμός και για την Πιερία, τον δεύτερο δημοφιλέστερο προορισμό στη Βόρεια Ελλάδα.

«Ηταν ένα βήμα μπρος και δυο πίσω, διότι πολλά ξενοδοχεία άνοιξαν με το σκεπτικό ότι θα δεχτούν χιλιάδες Σέρβους τουρίστες. Μετά όμως από το κλείσιμο των συνόρων με Σερβία στις 15 Ιουλίου, η σέρβικη αγορά τελείωσε γι’ αυτό το καλοκαίρι», σύμφωνα με την πρόεδρο της Ενωσης Ξενοδόχων Πιερίας, Ευαγγελία Ξυπτερά.

Η Πιερία δουλεύει κυρίως με τουρίστες από Κεντρική Ευρώπη, Βαλκάνια και Ρωσία, με μόλις το 10% της πληρότητας να προέρχεται από εσωτερικό τουρισμό, εξηγεί η κ. Ξυπτερά, δηλώνοντας ότι δεν είναι ευχαριστημένη από τη στήριξη της κυβέρνησης. «Ελπίζαμε σε μια μείωση του ΦΠΑ από 13% σε 6,5% όπως ήταν πριν από τρία χρόνια. Επίσης, σε κατάργηση του φόρου διαμονής. Αυτά έπρεπε να γίνουν εξαρχής…».

Εν τω μεταξύ, δραματική είμαι η κατάσταση και για εκατοντάδες τουριστικά πρακτορεία των Βαλκανίων.

«Καληνύχτα Ελλάδα, καληνύχτα σε χιλιάδες εργαζόμενους και επιχειρήσεις, καληνύχτα στη Βόρεια Ελλάδα… Δυστυχώς το καλοκαίρι μας τελειώνει εδώ», έγραψε χαρακτηριστικά σε ανάρτησή του σε δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης ο τουριστικός πράκτορας Θανάσης Νανάκος, εκτιμώντας ότι πιθανότατα ένα στα δύο τουριστικά γραφεία θα κλείσει. «Φανταστείτε ότι έχουμε προπληρώσει για κρατήσεις τουριστικά καταλύματα και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Μετά την εξέλιξη αυτή, είμαστε οι μεγάλοι χαμένοι», τονίζει.

Νίκος Φωτόπουλος

Ιόνιο-Ηπειρος: Περισσότεροι οι τουρίστες τον Αύγουστο, μειωμένη η ρευστότητα

Μήνα με τον μήνα βλέπουν φέτος τον τουρισμό στην Κέρκυρα, χωρίς κανείς να θέλει να κάνει μακροπρόθεσμες προβλέψεις, μια και ο Αύγουστος ήταν αυτός που έφερε κόσμο στο νησί.

Ανεπίσημα στοιχεία από την πληρότητα των μεγάλων ξενοδοχείων και τις διεθνείς αεροπορικές αφίξεις δείχνουν ποσοστά της τάξης του 50% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, ενώ μια πρόβλεψη για 40% και πάνω θα ήταν ικανοποιητική για τον Σεπτέμβριο, πάντα τηρουμένων των συνθηκών.

Τόνωση στην τοπική τουριστική αγορά έδωσαν οι Ελληνες επισκέπτες του Δεκαπενταύγουστου, λείπουν όμως φέτος οι επισκέπτες της κρουαζιέρας που ήταν μέχρι πέρυσι και το δυναμικά αναπτυσσόμενο κομμάτι ιδιαίτερα για την πόλη της Κέρκυρας.

Τα προβλήματα που φέρνει η ύφεση στον τουρισμό φέτος είναι η έλλειψη ρευστότητας, η πολύ μεγάλη μείωση της κίνησης στην παράλληλη αγορά (μίνι μάρκετ, εμπορικά καταστήματα, ενοικιάσεις σκαφών κ.λπ.) που εκδηλώνεται και με πολλά κλειστά καταστήματα στο νησί, και η υψηλή ανεργία στο σύνολο της απασχόλησης γύρω από τον τουρισμό.

Στην απέναντι ακτή, στην Ηπειρο, ο εσωτερικός τουρισμός σώζει την κατάσταση με τις τελευταίες εβδομάδες να είναι χαρακτηριστικές μιας τάσης που καταγράφεται και τα προηγούμενα χρόνια, με Ελληνες να επιλέγουν τα παράλια της Ηπείρου (Πάργα, Σύβοτα, Πρέβεζα κ.ά.) αξιοποιώντας τους δύο οδικούς άξονες της Εγνατίας και της Ιόνιας, ως μια «ασφαλή» επιλογή διά ξηράς. Ακόμα και η πόλη των Ιωαννίνων είδε αυτές τις ημέρες έστω λίγους ξένους επισκέπτες, ενώ ο σχεδιασμός της τουριστικής προβολής της Ηπείρου ως «προορισμού 360 ημερών» θα συνεχίσει να στρέφεται προς τους εγχώριους επισκέπτες και για την επόμενη χρονιά, με την ελπίδα ότι τα επιδημιολογικά δεδομένα για παραδοσιακούς φίλους της από τα Βαλκάνια, την Κύπρο ή το Ισραήλ θα κάνουν το 2021 να αποτελεί μια νέα αρχή.

Φιλήμονας Καραμήτσος

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών

0 Shares
Μπορεί, επίσης, να σας ενδιαφέρουν...
H Ελλάδα στα ζάρια

ΠολιτικήΗ Ελλάδα στα ζάρια

Ποια είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής; Το Σύνταγμα προστατεύει τη ζωή με τρόπο κατηγορηματικό και απόλυτο Σύμφωνα…