«Ο Δημήτρης Τζιώτης, επικοινωνιολόγος του ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορείται για τις πλαστές εγγυητικές επιστολές». Περίπου αυτός ο τίτλος έκανε πρόσφατα τον γύρο των μέσων ενημέρωσης. Χωρίς κανείς να διερωτηθεί πώς το όνομα αυτό (και μόνο) διέρρευσε ανάμεσα στα 17 που εμπλέκονται στην υπόθεση πλαστογραφίας εγγυητικών επιστολών που αποκάλυψε ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Νότης Μηταράκης.
Ρεπορτάζ: Κώστας Παπαϊωάννου
Το όνομα του γνωστού επικοινωνιολόγου είναι το μόνο που είδε το φως της δημοσιότητας και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως αυτό έγινε στοχευμένα, ως ανταπόδοση για την κλοπή από τη Ν.Δ του συνθήματος «Νέα Ελλάδα», ιδέα όπως λέγεται του Δ. Τζιώτη για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με πληροφορίες ήταν ο ίδιος που προσέφερε σημαντικά στοιχεία στη διαδικασία της έρευνας. Και όμως, την ώρα που οι διωκτικές αρχές κράτησαν άκρα μυστικότητα, το όνομα που διέρρευσε ήταν μόνο το δικό του και όχι των ενόχων. Και εδώ αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι που εμπλέκει ακόμα και τον ίδιο τον υφυπουργό. Που είτε δεν γνώριζε και παραπλανήθηκε είτε σκοπίμως εξέθεσε τον κ. Τζιώτη.
Για αρχή, μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός πως η υπόθεση αποκαλύφθηκε από τον «Ελεύθερο Τύπο», ενώ στο «Πρώτο Θέμα» το ρεπορτάζ φιλοξενούσε και δηλώσεις του υφυπουργού με αναφορά μόνο στο όνομα του κ. Τζιώτη. Αντικείμενο δε του ρεπορτάζ ήταν ο Δ. Τζιώτης, και η απάτη πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Σύμφωνα με τον υφυπουργό, η έρευνα ξεκίνησε πριν από τα Χριστούγεννα του 2013. Μόνο που, σύμφωνα με πληροφορίες, οι μετοχές της εταιρείας BlueRiviera περιήλθαν στην κατοχή του Δημήτρη Τζιώτη τον Απρίλιο του 2014! Πώς γίνεται λοιπόν ο υφυπουργός να μη γνώριζε τα ονόματα των μετόχων εκείνης της χρονικής περιόδου του έτους 2013, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με τον Δημήτρη Τζιώτη;
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός πως η εγγυητική της BlueRiviera δεν κατατέθηκε τον προηγούμενο Δεκέμβριο του έτους 2013, αλλά στις 15 Μαΐου 2014. Είχε προηγηθεί αντίστοιχο φωτοτυπικό αντίγραφο – προσχέδιο που είχε κατατεθεί προς έγκριση, καθώς και μόνο κατόπιν αυτού από το υπουργείο Ανάπτυξης θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό το πρωτότυπο, στις 11 Απριλίου 2014. Εύκολα, λοιπόν, δημιουργείται το ερώτημα: Τι ακριβώς γνώριζε ο κ. Μηταράκης;
Η εμπειρία του υφυπουργού δεν ήταν αρκετή για να τον σώσει από μια γκάφα. Ερευνούσε τη γνησιότητα μιας φωτοτυπίας και αναφέρθηκε σε κακοτυπωμένο λογότυπο… Στη φωτοτυπία! Επί της ουσίας, δηλαδή, ο κ. Μηταράκης από ένα λάθος έβγαλε λαβράκι καθώς αν είχε ελέγξει το πρωτότυπο, τότε η εξέλιξη θα ήταν άλλη.
Από το περιβάλλον του Δ. Τζιώτη σημειώνουν πως η εταιρεία BlueRiviera ΑΞΚΤΕ είναι θύμα της απάτης ενός κυκλώματος έκδοσης πλαστών εγγυητικών επιστολών που δρούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα ετών και, όπως ανακοινώθηκε, εξαρθρώθηκε από την Οικονομική Αστυνομία κατόπιν εντολής του αρμόδιου εισαγγελέα που δόθηκε πριν από τα Χριστούγεννα του έτους 2013.
Σημειώνουν δε πως η εταιρεία δεν έχει λάβει ούτε ένα ευρώ από Ευρωπαϊκά Αναπτυξιακά Προγράμματα.
Ιδιαίτερη σημασία όμως αποκτά ένα έγγραφο του ΥΠΑΝ προς την BlueRiviera με ημερομηνία 8 Μαΐου 2014 που υπογράφει ο κ. Μηταράκης και περιλαμβάνεται στη δικογραφία. Σε αυτό σημειώνεται: «Δεδομένου ότι δεν μπορεί να είναι άμεση η ανταπόκριση της υπηρεσίας μας όσον αφορά την πληρωμή της προκαταβολής, παρακαλούμε όπως εξετάσετε το ενδεχόμενο εφόσον αυτό δημιουργεί πρόβλημα στην επιχείρησή σας να επιστραφεί η ανωτέρω εγγυητική επιστολή…»
Ούτε λίγο δηλαδή ούτε πολύ, αποδεικνύεται ότι ο υφυπουργός ενημέρωνε πως δεν υπήρχε η δυνατότητα να λάβει η BlueRiviera ούτε ένα ευρώ επειδή «λεφτά δεν υπήρχαν». Μέχρι του σημείου αυτού, καμία απάτη δεν είχε γίνει αντιληπτή! Ενώ στις δηλώσεις του ο υφυπουργός δικαιολογείται ότι από τον Δεκέμβριο του 2013 είχε καταλάβει ότι η εγγυητική επιστολή ήταν πλαστή, ενώ στην πραγματικότητα μέχρι και τον Μάϊο δεν την είχε λάβει.
Η αποκάλυψη
Οι Χρηματοοικονομικοί Σύμβουλοι της εταιρείας BlueRiviera διαπίστωσαν πρώτοι στις 4 Ιουνίου την πιθανότητα πλαστογράφησης της εγγυητικής, οπότε και ζητήθηκε η αντικατάστασή της με άλλη γνήσια, με έγγραφο που κατατέθηκε στο υπουργείο Ανάπτυξης στις 5 Ιουνίου 2014, πριν από τη γνωστοποίηση της υπόθεσης από τις αρμόδιες ανακριτικές αρχές.
Εν τέλει, η δικογραφία που σχηματίσθηκε περιλαμβάνει υλικό 40.000 σελίδων. Σε αυτή αποκαλύπτεται πως το σκάνδαλο είναι διαχρονικό, καθώς υπάρχει «μια βιομηχανία παραγωγής –εδώ και πολλά χρόνια– πλαστών εγγυητικών και δεν αφορά απλώς μια εξαίρεση. Μετά τον έλεγχο διαπιστώθηκε πως 3 εταιρείες, η Τρίαινα Α.Ε., η Τρίαινα ΕΠΕ και η In-MetronConsulting, είχαν αναλάβει να φτιάξουν χιλιάδες φακέλους για κοινοτικές επιδοτήσεις. Μόνο η Τρίαινα Α.Ε. φέρεται να έχει εκδώσει 1.600 πλαστές ή μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές».
Αγανάκτηση
Εκείνο που μένει αναπάντητο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο υφυπουργός αδιαφόρησε για το τεκμήριο της αθωότητας και παράνομα διέρρευσε το όνομά του. Αυτό θα απαιτούσε ειδική εισαγγελική παραγγελία, η οποία δεν υπήρξε. Μάλιστα, συνεργάτες τού Δ. Τζιώτη δεν αποκλείουν να κινήθηκε με ωφελιμιστικό τρόπο. «Αποφάσισε να αγνοήσει προσωπικά τη μυστικότητα της ανακριτικής διαδικασίας, εκμεταλλευόμενος τη συσχέτισή του με ένα πρόσωπο που για λόγους άσχετους με την αλήθεια αύξησε την προσωπική του προβολή». Δεν παραβλέπουν φυσικά πως η συνεργασία του με τον ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε στο να δοθεί το όνομά του, με απώτερο στόχο να πληγεί ο Αλ. Τσίπρας.
Αναζητώντας τα «τι» και τα «πώς», στο περιβάλλον του κ. Τζιώτη καταλήγουν και σε ένα ακόμα σενάριο: «Αποφάσισε τη διαρροή ενός και μόνο ονόματος από τις 40.000 σελίδες του ερευνητικού υλικού της δικογραφίας –έστω και αν αυτό το πρόσωπο δεν έχει λάβει ούτε θα μπορούσε να λάβει ούτε ένα ευρώ– με σκοπό τη συσκότιση, την παραπλάνηση ή τη συγκάλυψη των σοβαρότερων εγκλημάτων, των ενόχων και άλλων ονομάτων που αναφέρονται στη δικογραφία, την οποία ο ίδιος γνωρίζει», σχολίαζαν στην «Α».
Πλέον, το βάρος πέφτει όλο στην Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη για να διαλευκάνουν μια πολύ περίεργη υπόθεση. Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί πως ο Δημήτρης Τζιώτης έχει με δική του πρωτοβουλία προτείνει το άνοιγμα όλων των γραμμών και συνομιλιών κινητής και σταθερής τηλεφωνίας όλων των εμπλεκομένων κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου.
Πηγή: Η Άποψη