Εάν το ΠΑΣΟΚ θέλει να ξαναγίνει κόμμα εξουσίας θα πρέπει να αλλάξει ριζικά τα κριτήρια επιλογής του επικεφαλής του. Η ταπεινωτική ήττα του κινήματος στις ευρωεκλογές – από ένα προσωπικό, υπό διαμόρφωση κόμμα – οδηγεί αναπόφευκτα σε αυτό το συμπέρασμα.
Ο επόμενος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να είναι προϊόν του κομματικού σωλήνα. Το ζητούμενο δεν είναι ποιος είναι ισχυρότερος στην εσωκομματική διελκυστίνδα. Εάν γίνουν εκλογές για να καταλήξουν πάλι σε αυτό το αποτέλεσμα, καλύτερα να μη γίνει τίποτα. Δεν έχει κανένα νόημα να αναζητηθεί κάποια ή κάποιος που έχει ταβάνι τη δεύτερη θέση. Οποιοσδήποτε έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι προτιμότερο να μην κατέβει. Το ερώτημα «μετά τον Ανδρουλάκη, ποιος;» δεν υπάρχει. Είναι αδιάφορο, περιττό. Δεν έχει καμία σχέση με τις ανάγκες του ΠΑΣΟΚ. Αυτή είναι η λάθος κατεύθυνση. Το μόνο ερώτημα που δεν έχει καν νόημα να απαντηθεί.
Το θέμα είναι να βρεθεί αυτή ή αυτός που μπορεί να κερδίσει στις επόμενες εθνικές εκλογές. Ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές με τον πρώην πρωθυπουργό, δεν χρειάζεται άλλος ένας Άκης Τσοχατζόπουλος, αλλά ένας Κώστας Σημίτης. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό είναι το μοντέλο για τη διαδικασία επιλογής στη μετάβαση του κινήματος από ένα μικρομεσαίο κόμμα σε ένα κόμμα εξουσίας.
Αυτή είναι και η μεγάλη ευθύνη του κόμματος. Οι λοχαγοί δεν είναι τηλεφωνήτριες. Η Χαριλάου Τρικούπη δεν είναι τηλεφωνικό κέντρο. Το κόμμα οφείλει να υπερβεί τον εαυτό του. Να θέσει τις σωστές προϋποθέσεις. Να μάθει από τα πρόσφατα λάθη του. Να θυμηθεί πως κερδίζει. Να ξαναβρεί τον εαυτό του. Να ξαναγίνει Κίνημα. Ο ρόλος του είναι κομβικός.
Μετά τον Ανδρέα, ποιος;
Ποιος μπορεί να γίνει ηγέτης; Αυτό είναι το πρώτο κριτήριο. Μια προϋπόθεση ιδεατή, αλλά αναγκαία. Ίσως κανείς. Αλλά, αυτό είναι το πρότυπο. Εάν ένας ολόκληρος λαός δεν είχε αυτό στο μυαλό του, δεν θα μπορούσε ποτέ ο Μέσι να διαδεχτεί τον Μαραντόνα. Ο νέος ηγέτης δεν χρειάζεται να γεμίζει το Σύνταγμα με ένα εκατομμύριο κόσμο. Αλλά πρέπει τουλάχιστον να μπορεί να αφηγηθεί μία ολοκληρωμένη ιστορία. Γιατί έτσι όπως κατάντησε αυτό το κόμμα είναι βαρετό, πολύ βαρετό. Δεν έχει κάτι να πει. Δεν αρέσει πια, θα έλεγε η Μελίνα.
Όπως ο Ανδρέας, ο νέος αρχηγός θα πρέπει να κάνει τη μεγάλη ρήξη με το παρελθόν. Με το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της Μεταπολίτευσης. Με τις πρακτικές των κομματικών μηχανισμών που νοθεύουν – από τη μέρα προκήρυξης των εκλογών – το αποτέλεσμα της εσωκομματικής ψηφοφορίας. Να μπορεί να αντιληφθεί και να κινητοποιήσει την κοινωνία για το εύρος των αναγκαίων ρήξεων. Αυτές είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την ανασύνθεση της δημοκρατικής παράταξης. Και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς οι εθνικές εκλογές θα γίνουν πολύ πιο γρήγορα από την προκαθορισμένη ημερομηνία.
Ο επόμενος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, πρώτα από όλα, οφείλει να είναι μορφωμένος. Καλλιεργημένος και ευρυμαθής. Αυτό ήταν πάντα το μεγάλο πλεονέκτημα του ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης, όταν ήταν κόμμα εξουσίας. Οι εν γένει γνώσεις και η κατάρτισή του δεν επιτρέπεται να είναι σε επίπεδο φυλλαδίου για επισκέπτες στην είσοδο του ευρωκοινοβουλίου. Δεν πρέπει να μιλάει την ξύλινη κομματική γλώσσα. Όχι άλλες κοινοτυπίες. Να έχει κάτι να πει. Να έχει ευχέρεια πνεύματος και ευφράδεια λόγου. Αυτά πάνε μαζί.
Ποιος μπορεί να δει τη μεγάλη εικόνα και όχι τη μικρή; Αυτό είναι το ερώτημα. Όχι πάλι τα ίδια και τα ίδια. Η μικροπολιτική δεν είναι σύμμαχος, αλλά αντίπαλος της προόδου. Αυτός που μπορεί να αλλάξει το ΠΑΣΟΚ έχει την υποχρέωση να μην κάνει μικροκομματικά παιχνίδια. Να είναι ιδεαλιστής, ανοικτός στις νέες ιδέες. Για παράδειγμα, να θεωρεί αυτονόητη την ηλεκτρονική ψηφοφορία για την ανάδειξή του. Να μην την υποσκάπτει με κάθε γελοία δικαιολογία για να ελέγξει το κομματικό ακροατήριο. Η πίστη του στην ανασύνθεση της δημοκρατικής παράταξης θα πρέπει, επίσης, να είναι αληθινή. Και να το έχει αποδείξει στην πράξη. Να μην την χρησιμοποιεί, ως υπεκφυγή, για να κρατήσει την καρέκλα. Μόνο εάν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορεί να διαμορφώνει την ατζέντα και όχι να την παρακολουθεί, μέσω focus groups και δημοσκοπήσεων. Με μία λέξη, να είναι ηγέτης.
Μετά τον Κυριάκο, ποιος;
Ποιος μπορεί να γίνει πρωθυπουργός; Αυτό είναι το δεύτερο κριτήριο. Μία προϋπόθεση απόλυτα ρεαλιστική. Ο πήχης δεν είναι χαμηλά. Όποτε και αν γίνουν οι εκλογές, η ΝΔ δεν πρόκειται να χαρίσει την εξουσία. Άλλο να θέτεις ως στόχο να κερδίσεις τον Κασσελάκη και άλλο τον Μητσοτάκη. Όχι να το λες, αλλά να μπορείς, να ξέρεις να το κάνεις. Να μπορείς να τα βάλεις και να κερδίσεις όχι μόνο ένα άτομο, αλλά και όλα τα συμφέροντα που απροκάλυπτα τον στηρίζουν. Αυτή τη φορά, η επιλογή πρέπει να γίνει από το πάνω ράφι.
Ποιος μπορεί να δώσει ξανά σε αυτήν την παράταξη κυβερνητική προοπτική; Για να βρεθεί ο κατάλληλος, δεν είναι ανάγκη να βρίσκεται στη λίστα των προσφερόμενων υποψηφίων. Οι υποψήφιοι δεν μπορεί να είναι πολλοί. Δύο – τρεις, το μέγιστο, θα μπορούσαν να πληρούν αυτά τα χαρακτηριστικά. Όποιος δεν έχει αυτές τις προϋποθέσεις, καλύτερα να μην μπει στη διαδικασία. Εάν σκέπτεται και μιλάει σαν κομματάρχης ή βουλευτής, επίσης καλύτερα να μην κατέβει. Εάν δεν υπάρχει κάποιος άλλος, ένας διανοούμενος ή ένας καλλιτέχνης θα μπορούσαν ίσως να προσεγγίσουν τη μισή Ελλάδα που αισθανόταν ΠΑΣΟΚ με πολύ πιο άμεσο τρόπο από ότι ένας επαγγελματίας πολιτικός.
Ο επόμενος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ πρέπει να μιλάει ισότιμα με τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Αλέξη Τσίπρα. Κατ’ ελάχιστον, επίσης, θα πρέπει να μπορεί να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με τους βασικούς συνομιλητές του νέου εγχειρήματος. Τον Στέφανο Κασσελάκη, τον Ανδρέα Λοβέρδο και τον Πέτρο Κόκκαλη. Όταν μιλάει για τις αγορές, να έχει δουλέψει για να ξέρει από αγορές. Όταν μιλάει για τα εθνικά θέματα, να γνωρίζει τα εθνικά θέματα. Και όταν μιλάει για την κλιματική κρίση, να διαθέτει την κατάρτιση για την αντιμετώπισή της. Και γιατί όχι, να μπορεί τουλάχιστον να παρακολουθήσει το σκεπτικό της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Γιάνη Βαρουφάκη. Και να κατανοεί τις πολιτικές ιδιαιτερότητες με το κόμμα του Αλέξη Χαρίτση.
Καλώς ή κακώς, αυτά είναι τα δεδομένα. Αυτή είναι η σκακιέρα. Με βάση αυτά τα στοιχεία θα κριθεί, τελικά, η αποτυχία ή η επιτυχία του.
Eναλλακτικά, ένας μεταβατικός αρχηγός.
Αλλιώς, εάν δεν υπάρχει αυτή ή αυτός που πληροί τα κριτήρια, αν είναι η εκλογική διαδικασία να καταλήξει σε μια από τα ίδια, καλύτερα να επιλεγεί ένας μεταβατικός αρχηγός. Ένας part time πρόεδρος μερικής απασχόλησης, που θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη σύντομη αποστολή του παράλληλα με τα άλλα βασικά καθήκοντά του. Αυτή ή αυτός που μπορεί να οδηγήσει ταχύτερα το κίνημα στην ανασύνθεση της δημοκρατικής παράταξης και στη εκλογή του νέου αρχηγού της και υποψήφιου Πρωθυπουργού.
Σε μια τέτοια περίπτωση βέβαια, ίσως η καλύτερη επιλογή θα ήταν να μη χαθεί άλλος χρόνος. Να μην αναλωθεί ο κόσμος σε περιττές αντιπαλότητες. Να μη γίνουν καν εκλογές.
Να αναλάβει την ευθύνη ανασυγκρότησης της δημοκρατικής παράταξης, εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, ο Γιώργος Παπανδρέου.
Tώρα, επιτέλους, ήρθε η ώρα να βγουν και οι μεγάλοι μπροστά. Ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του. Οι βετεράνοι λοχαγοί δεν αρκούν για να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.
Ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Η πρώτη μεγάλη συμβολική κίνηση του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ θα είναι η πρότασή του για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις νέες διαδικασίες, η ΝΔ μπορεί να διαλέξει όποιον θέλει. Η Βουλή δεν διαλύεται όπως παλαιότερα, εάν όμως αυτή ή αυτός δεν έχει την ευρύτερη αποδοχή της δημοκρατικής πλειοψηφίας, τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών, η εκλογή της/του θα αποτελέσει άλλο ένα πλήγμα στη Δημοκρατία. Ο νέος Πρόεδρος δεν θα μπορεί να επιτελέσει τον θεμελιώδη ενοποιητικό του ρόλο εντός της πολιτείας. Αυτό, άλλωστε, είναι ένα από τα ελάχιστα καθήκοντα που του έχουν απομείνει. Το μήνυμα που υποχρεούνται να εκπέμψουν τα κόμματα της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορεί να είναι χαλαρό.
Πόσο μάλλον, σε μια εποχή που η αποδοχή των θεσμών της Μεταπολίτευσης είναι μειοψηφική. Όταν το 80% των Ελληνίδων και των Ελλήνων επιθυμεί την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας απευθείας από τους πολίτες. Όταν το 70% δεν είναι ικανοποιημένο από τον τρόπο που λειτουργεί η Δημοκρατία και το ίδιο ποσοστό δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη. Όταν το 75% δεν εμπιστεύεται το Κοινοβούλιο και το 85% των πολιτών δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα.
Σε θεωρητικό επίπεδο, θα μπορούσαν να υπάρξουν πολλοί υποψήφιοι. Αλλά μόνο ένας από τον χώρο της δημοκρατικής παράταξης μπορεί να γίνει αποδεκτός με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χωρίς ταμπού από τους εσωκομματικούς εμφυλίους του παρελθόντος, ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ο μοναδικός υποψήφιος που μπορεί να ανέλθει στο ανώτατο αξίωμα με ρεαλιστικούς όρους.
Ίσως ήρθε η ώρα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
Πηγή: SLPress