Πέρασαν κιόλας 20 χρόνια από την κορυφαία στιγμή για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Από τότε, σιωπή. Τίποτα άλλο δεν έγινε. Μία ιστορική στιγμή, που οραματίστηκαν όλοι οι μεγάλοι του 20ου αιώνα. O Κωνσταντίνος Καραμανλής ζήτησε τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα μας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε τη διεκδίκηση, τόσο των Αγώνων του 1996, όσο και του 2004. Η Μελίνα υποστήριξε με πάθος την επιστροφή και τη διεκδίκησή τους. Σε αυτό το επίπεδο έπαιξε και κέρδισε η Γιάννα.
Ενώ όμως κερδίσαμε τους Αγώνες και τους διοργανώσαμε τελικά με επιτυχία, το όνειρο κράτησε μόλις για δύο εβδομάδες. Γιατί;
Η διεκδίκηση ήταν μια παγκόσμια επιτυχία.
Από την ημέρα του θριάμβου στη Λωζάνη έχουν περάσει 27 χρόνια. Το εθνικό τραύμα της 18ης Σεπτεμβρίου 1990 από το ελληνικό θαύμα της 5ης Σεπτεμβρίου 1997 απείχαν μεταξύ τους μόλις 7 έτη. Μετά τη σφαλιάρα στο Τόκιο, η Γιάννα θριάμβευσε στην Ελβετία στο ίδιο παιχνίδι που το σύνολο του πολιτικού συστήματος είχε αποτύχει. Ένα όραμα δεκαετιών έγινε πραγματικότητα. Η ίδια θα μπορούσε να είχε σταματήσει εκεί. Με την επιτυχία της, είχε ήδη γράψει ιστορία.
Ο θρίαμβος της διεκδίκησης δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Η Ελλάδα κατάφερε να υπερισχύσει της Ιταλίας, της Σουηδίας, της Νότιας Αφρικής, της Αργεντινής, της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Βραζιλίας, της Ισπανίας. Σε ποιον άλλο τομέα, σε ποιο άλλο άθλημα μπορεί να το κάνει; Το κατόρθωμα της διεκδίκησης είναι αδιαμφισβήτητο. Όμως, το επίτευγμα αυτό ενόχλησε τη σκουριασμένη καθεστηκυία τάξη. Αυτή είναι η αλήθεια.
Η διεκδίκηση πέτυχε γιατί η κυβέρνηση και τα κόμματα δεν είχαν καμία σχέση με την ανάληψη των Αγώνων. Απουσίαζαν γιατί ήταν βέβαιοι ότι η προσπάθεια δεν θα πετύχει. Ο δε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ήταν τόσο βέβαιος ότι η διεκδίκηση θα αποτύχει ή αβέβαιος ότι θα πετύχει, που δεν ταξίδεψε καν για να μιλήσει, ούτε στη τελική παρουσίαση της Λωζάνης. Σημειωτέων ότι ακόμα και ο Μπάρακ Ομπάμα – ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής – δεν φοβήθηκε το πολιτικό κόστος και πήγε να υπερασπιστεί την υποψηφιότητα του Σικάγο όταν διεκδικούσε τους Αγώνες, παρότι οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος του. Ο Σημίτης κρύφτηκε στα μπλοκάκια του στο Μέγαρο Μαξίμου και άφησε τη Γιάννα Αγγελοπούλου να αντιπαρατεθεί μόνη της, ακόμα και με τον μυθικό Νέλσον Μαντέλα. Και τα πήγε μια χαρά. Εκ του αποτελέσματος, μάλλον καλύτερα.
Η οργανωτική επιτυχία ήταν τελικά ένας άθλος.
Στη διοργάνωση όμως των Αγώνων, πολλά πράγματα δεν πήγαν καλά. Διαφορετικά, είκοσι χρόνια μετά, δεν θα υπήρχε ακόμα αυτή η διχογνωμία.
Την αποκλειστική ευθύνη για όλα τα οργανωτικά και οικονομικά προβλήματα των Αγώνων είχε ο Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Αυτός ήταν ο μοναδικός μαέστρος που κρατούσε την μπαγκέτα της συνολικής διοργάνωσης για επτά ολόκληρα χρόνια. Δεν τη μοιράστηκε με κανέναν και δεν άφησε κανέναν να του την πάρει. Όλες οι παρτιτούρες ήταν γραμμένες στο αναχρονιστικό μπλοκάκι του.
Με τις αποφάσεις του Κώστα Σημίτη χάθηκαν τα τρία από τα επτά πολύτιμα χρόνια. Όπως ακριβώς είχαν προγραμματίσει οι εργολάβοι για να αυξήσουν το κόστος των Αγώνων. Ο Πρωθυπουργός ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος που κοντέψαμε να πέσουμε στα βράχια. Από την εποχή της διεκδίκησης δεν μπορούσε να συνδέσει στο μυαλό του το όραμα των Ολυμπιακών Αγώνων με τις δικές του προτεραιότητες για τον εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό της χώρας.
Από τη στιγμή που ανέτρεψε το αυτονόητο, τότε άρχισαν τα προβλήματα. Με δική του απόφαση δεν έγινε Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής η Γιάννα Αγγελοπούλου όταν κέρδισε τους Ολυμπιακούς. Δικός του άνθρωπος βγήκε στην τηλεόραση δύο ημέρες μετά την επιστροφή από το θρίαμβο της Λωζάνης και άρχισε να αποδομεί την Επιτροπή Διεκδίκησης. Με δική του απόφαση στιγματίστηκε οποιοσδήποτε εργάσθηκε σε αυτήν. Όποιος γνώριζε πώς και γιατί κερδίσαμε τους Αγώνες έγινε από την κυβέρνηση κόκκινο πανί.
Το μόνο που ζήτησε να μάθει με το γνωστό μυστικοπαθές σκεπτικό του ήταν ποιος είχε εκπονήσει και εφαρμόσει τη νικηφόρα Στρατηγική, προκειμένου να συνεργαστεί μαζί του. Γνωρίζοντας όμως ότι κανένας στο Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε ιδέα πώς κερδίσαμε τους Αγώνες, του σύστησαν για πλάκα έναν άσχετο με την αληθινή διεκδίκηση. Αυτό το κλειστό σύστημα εξουσίας ήταν τόσο ανεπαρκές για να δει και να διαχειριστεί τη μεγάλη εικόνα των Αγώνων, που ποτέ δεν κατάλαβε ότι ο άνθρωπος που είχε δίπλα του ο Πρωθυπουργός ήταν ανίδεος με τους Αγώνες. Ίσως για αυτό ήταν όλοι ικανοποιημένοι μαζί του. Γιατί ήταν εξίσου ανεπαρκής μαζί τους.
Ο Κώστας Σημίτης πήρε όλες τις λάθος αποφάσεις που θα μπορούσε να έχει πάρει. Η αδυναμία του να κατανοήσει το εύρος της διοργάνωσης οδηγήσε στον κίνδυνο ακόμα και ανάκλησης της εμπιστοσύνης της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Η Ελλάδα βρέθηκε ένα βήμα από το παγκόσμιο φιάσκο. Να χάσει τους Αγώνες. Η κίτρινη κάρτα που δόθηκε από τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ – έναν αδιαμφισβήτητο φιλέλληνα – δεν έχει ξαναδοθεί ποτέ σε καμία άλλη χώρα.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου κυριολεκτικά έσωσε την Ελλάδα από τον απόλυτο εξευτελισμό.
Σε τέσσερα μόλις χρόνια κατάφερε να διασώσει ότι σωζόταν και να γίνουν όλα στην ώρα τους. Όταν ακόμα και τα μεγαλύτερα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, μία εβδομάδα πριν από την τελετή έναρξης, αμφισβητούσαν τη δυνατότητα της Αθήνας να διοργανώσει τους Αγώνες. Σαν από θαύμα.
Αυτή ήταν η δουλειά της Οργανωτικής Επιτροπής. Η πιο μικρή χώρα στην ιστορία κατάφερε να οργανώσει ονειρεμένους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πρακτικά, λόγω των λανθασμένων κυβερνητικών χειρισμών, σε τρία χρόνια λιγότερα από όλες τις άλλες. Η κυβέρνηση όμως, επί επτά ολόκληρα χρόνια, δεν είχε σχεδιάσει τίποτα για την επόμενη ημέρα.
Η αποτυχία ήταν Στρατηγική.
Η εγχείρηση, λοιπόν, πέτυχε. Ο ασθενής όμως, την επόμενη ημέρα, τι έγινε;
«Δεν χρεοκόπησαν την Ελλάδα οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004», δηλώνει ακόμα εν έτει 2024 η Γιάννα Αγγελοπούλου και έχει απόλυτο δίκιο. Η Οργανωτική Επιτροπή επέστρεψε στο κράτος 130 εκατομμύρια ευρώ, το πλεόνασμα της διοργάνωσης των Αγώνων. Και μόνο όμως το γεγονός ότι γίνεται ακόμα αυτή η συζήτηση, αποδεικνύει την επικοινωνιακή τουλάχιστον αποτυχία της κληρονομιάς των Αγώνων.
Ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την επόμενη ημέρα των Αγώνων αποτελούσε προσωπική προτεραιότητα του προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ. Αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι είχαν άμεση επαφή μαζί του. Αυτή την κατεύθυνση – να ακολουθήσουν το μοντέλο της Βαρκελώνης – έδωσε στην ελληνική κυβέρνηση, ακόμα και μετά την ανάθεση της ευθύνης διοργάνωσης σε διαφορετικά πρόσωπα από αυτά που είχε γνωρίσει και εμπιστευτεί στην περίοδο της διεκδίκησης. Ποτέ δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα της κυβέρνησης να διορίσει τα πρόσωπα που αυτή επιθυμούσε. Απαιτώντας μόνο τον έγκαιρο προγραμματισμό για την επόμενη ημέρα των Αγώνων. Αυτό άλλωστε το αποτέλεσμα εξηγούσε, διασφαλίζει το μακροχρόνιο κύρος της διοργάνωσης και τη συνέχιση της επιθυμίας των υποψηφίων πόλεων να επενδύσουν στη διοργάνωση των μελλοντικών Αγώνων.
Για την απουσία αυτού του σχεδιασμού για τον συνολικό προϋπολογισμό και την κληρονομιά των Αγώνων την κύρια και πρωταρχική ευθύνη έχει ο Κώστας Σημίτης. Γιατί ο Πρωθυπουργός ήταν – με δικούς του νόμους και αποφάσεις – ο μόνος που είχε τη συνολική ευθύνη της διοργάνωσης. Τόσο των αρμοδιοτήτων της Οργανωτικής Επιτροπής, όσο και των αντίστοιχων κάθε Υπουργείου. Υπό την προεδρία του, άλλωστε, συνεδρίαζε κάθε Πέμπτη στο Μέγαρο Μαξίμου η Διυπουργική Επιτροπή Συντονισμού της Ολυμπιακής Προετοιμασίας.
Ο σχεδιασμός της κληρονομιάς των Αγώνων θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί τα επτά χρόνια της προετοιμασίας τους. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Όπως ποτέ δεν παραλήφθηκε και το συνολικό Business Plan της διοργάνωσης των Αγώνων. Παρότι είχε αρχικά ανατεθεί στον πρώτο διεθνή διαγωνισμό που προκηρύχθηκε, το συνολικό Business Plan με τα σχετικά χρονοδιαγράμματα όλων των έργων εκπονήθηκαν από τις πλέον αρμόδιες εταιρίες που είχαν τη σχετική εμπειρία από άλλους επιτυχημένους Ολυμπιακούς Αγώνες, έλαβαν την έγκριση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής το 1998 και με εντολή ανθρώπων της Κυβέρνησης δεν παραλήφθηκαν ποτέ. Οι οικονομικές υπερβάσεις του αρχικού προϋπολογισμού, με βάση τον οποίο κερδίσαμε τους Αγώνες, έγιναν κατόπιν σχεδίου. Από πολύ νωρίς και από πολύ ψηλά.
Ένας Πρωθυπουργός που σημείωνε στο μπλοκάκι του την ακριβή ημερομηνία εισαγωγής από την Κίνα των καθισμάτων για το Σπίτι της Άρσης Βαρών στη Νίκαια ήταν αδύνατο να μη γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια για τις οικονομικές υπερβάσεις των Αγώνων. Υπερβάσεις που, όπως εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε, δεν αφορούσαν στην Οργανωτική Επιτροπή, αλλά στα Υπουργεία. Αλήθεια, αυτός ο άνθρωπος που έκανε το γενικό κουμάντο σε όλα τα θέματα, γιατί κατά την άποψή του «αν δεν το έκανε δεν θα γίνονταν οι Αγώνες», δεν αναρωτήθηκε ποτέ εάν υπάρχει συνολικός προϋπολογισμός και αν υπάρχει σχέδιο για την επόμενη ημέρα;
Τι πήγε τόσο στραβά;
Όλα ξεκίνησαν λάθος. Πρώτα από όλα, το μοντέλο διοργάνωσης των Αγώνων που ακολουθήθηκε ήταν λάθος. Μέσα στη φρενίτιδα του χρηματιστηρίου, ο πρωθυπουργός ξέχασε τους λόγους για τους οποίος διεκδικήσαμε τους Αγώνες.
«Είναι ανάγκη, για να σώσουμε την Ολυμπιακή Ιδέα, να την απαλλάξουμε από την πολιτική και την εμπορία… Κανένας ποτέ λαός δεν επιβλήθηκε στην παγκόσμια συνείδηση με επιτεύγματα υλικά…Θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε με όσα μέσα διαθέτουμε και με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό, για να είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε σε μια τέτοια εντολή, που πιστεύω ότι κάποτε θα μας ανατεθεί», είχε δηλώσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για τον σκοπό της επιστροφής των Αγώνων στην κοιτίδα τους. Αντίστοιχες ήταν οι δηλώσεις και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η Ελλάδα, όμως, δεν υλοποίησε τίποτα διαφορετικό στη διοργάνωση των Αγώνων. Ουσιαστικά αντέγραψε το μοντέλο εφαρμογής, το οποίο ζητούσαμε με την υποψηφιότητα μας να αλλάξουμε. Το πολιτικό προσωπικό αποδείχτηκε πολύ κατώτερο των περιστάσεων για να τολμήσει να αγγίξει αυτό το θέμα. Με το άκουσμά του και μόνο έκανε στην άκρη. Τελικά, για άλλους λόγους διεκδικήσαμε τους Αγώνες και άλλα πράγματα κάναμε. Όλα όσα υποσχεθήκαμε για να μας τους αναθέσουν δεν έχουν καμία σχέση με όσα παραδώσαμε. Με αποτέλεσμα, ο ρόλος της Ελλάδας στο Ολυμπιακό Κίνημα να υποβαθμιστεί.
Χαρακτηριστικό είναι το συμπέρασμα του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο εξαιρετικό άρθρο του με τίτλο « Birthplace: 20 χρόνια μετά». «Τα στάδια ρήμαξαν. Το IBC, Κέντρο Παγκόσμιας Αναμετάδοσης, έγινε Golden Hall για ψώνια και φημολογείται ότι εκεί, χτισμένα, βρίσκονται τα τεράστια γλυπτά. Ήταν, λέει, ακριβή η μεταφορά τους και τα χτίσανε. Κοιμούνται εκεί, ακίνητοι γίγαντες, μεσοτοιχία με το shopping center. Τα αριστουργήματα του Μέντη, τα κομψοτεχνήματα της Πεζανού και το θαύμα του Αλεξίου σαπίζουν στις αποθήκες. Mε μεγάλη χρονοκαθυστέρηση στήθηκε εκεί, σε λιγοστά τετραγωνικά, μια παρωδία μουσείου για τις τελετές μας. Μην πατήσετε.»
Τι μπορεί να σωθεί 20 χρόνια μετά;
Το κόστος της χαμένης ευκαιρίας αξιοποίησης των Ολυμπιακών επενδύσεων σε πραγματικό χρόνο – στα 20 πρώτα χρόνια από την υλοποίησή τους – είναι ανυπολόγιστο. Προφανώς δεν πτώχευσε η χώρα από τους Ολυμπιακούς, όπως εσκεμμένα άφησαν να αιωρείται αυτοί που ευθύνονται πραγματικά για τη χρεοκοπία της. Όμως, το ζήτημα δεν είναι αυτό. Γιατί δεν διεκδικήσαμε τους Αγώνες για να μην χρεοκοπήσουμε. Το κόστος της χαμένης ευκαιρίας είναι η μεγαλύτερη πληγή του 2004. Αυτό το opportunity cost αξιοποίησης της μοναδικής ιστορικής ευκαιρίας είναι ακόμα μεγαλύτερο και από το πραγματικό κόστος των Αγώνων. Γιατί η δυνατότητα μεγιστοποίησης της δέουσας ανταποδοτικότητας δεν υπάρχει πια τρόπος να επαναληφθεί.
Σήμερα, 20 χρόνια μετά, αυτά που μπορούν να γίνουν για να μη χαθούν τα πάντα είναι πολύ συγκεκριμένα.
Πρώτα από όλα, το Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών να δοθεί στον Παναθηναϊκό. Ο μεγαλύτερος λευκός ελέφαντας να αξιοποιηθεί από τον πολυαθλητικό σύλλογο της Αθήνας που μπορεί να τον αξιοποιήσει. Το μοντέλο του γηπέδου μπάσκετ αποτελεί παράδειγμα για όλες τις εγκαταστάσεις.
Με αντίστοιχο τρόπο οφείλουν να αξιοποιηθούν οι εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Φαλήρου. Ένα από τα καλύτερα οικόπεδα της Αττικής, μπροστά στη θάλασσα, ακόμα και σήμερα δεν έχει διαμορφωθεί ώστε να λειτουργεί ως ελκυστικός καθημερινός προορισμός. Το σύνολό των εγκαταστλασεων μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο από τον Ολυμπιακό.
Τέλος, για περισσότερο από 150 χρόνια – από το 1870 – το Παναθηναϊκό Στάδιο είναι αποκομμένο από τις συμπληρωματικές εγκαταστάσεις του. Από το ναό του Ολυμπίου Διός – προς τιμήν του οποίου διαξάγονταν οι Αγώνες, από το Μέγαρο των Ολυμπίων (το γνωστό Ζάππειο), το Ολυμπιακό κολυμβητήριο, το Φωκιανό γυμναστήριο, τις αθλητικές εγκαταστάσεις του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου και τον Όμιλο Αντισφαίρισης Αθηνών. Κανένας δεν νοιάστηκε για να λειτουργούν ολοκληρωμένα στο κέντρο της πόλης, ως μέρος της καθημερινής ζωής των πολιτών, ένας ζωντανός χώρος άθλησης και προσέλκυσης επισκεπτών. Η ανάδειξη του Παναθηναϊκού Σταδίου και του πρώτου Ολυμπιακού Πάρκου της σύγχρονης εποχής στο κέντρο της Αθήνας ως Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτισμικής Κληρονομιάς της UNESCO αποτελεί την ελάχιστη ένδειξη σεβασμού στα ιδανικά του πολιτισμού μας. Ένας ζωντανός χώρος άθλησης στο κέντρο της πόλης, μέρος της καθημερινής ζωής των πολιτών, πόλος προσέλκυσης επισκεπτών από όλο τον κόσμο. Το Central Park της Αθήνας είναι ώρα να γίνει επιτέλους ένα σύμβολο με οικουμενική ακτινοβολία. Για την ιστορική αποκατάσταση του ρόλου της Ελλάδας, ως Μητρόπολη των αξιών του Ολυμπισμού.
Πηγή: SLPress